Ανέβαινε την ανηφόρα ζαλωμένος ο μπαρμπα-Πότης. Τι μέρος του λόγου ήτανε; Αγωγιάτης ήτανε, από τον Μυστρά. Αριστερός ήτανε, κουμάντο στο Μυστρά τότε κάνανε οι Χίτες. Πριν και από τη μάχη του Μυστρά. Όπου τονε πετυχαίνανε, τονε βαρήγανε. είχε μάσει στυλιάρι σωρό. Πού τα ξέρω 'γω αυτά; Εγώ, αγαπητέ, γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα στο κάστρο του Μυστρά. Μέσα! Πλάι στα ξωκλήσσια! Εγώ είμαι γνήσια Μυστριώτισσα, όχι τάχαμου-τάχαμου. Άκου τώρα, γιατί έχω και δουλειές, έχω κατσαρόλα αφημένη στη φωτιά. Ανέβαινε και βαρυγκόμαγε ο μπαρμπα-Πότης για να βγει στη δημοσιά. Κατά που βγαίνει στο σκότωμα του Βλασσόπουλου -ξέρεις πού είναι, δεν ξέρεις; όχι δα!- κάνουν και πετάγονται μέσα από τους μπαξέδες κάτι γομάρια. Αμπέχονα, φυσεκλίκια, ντουφέκια, κει να δεις πράματα. "Τι 'σαι συ ρε;" του λένε. Τους κοιτάει με μάτια κουρασμένα ο μπαρμπα-Πότης, σκύβει και πέφτει στα γόνατα. "Βαρείτε", τους λέει. Τονε κοιτάνε τα γομάρια σαστισμένα, τονε ξαναρωτάει το πιο γομάρι απ' όλα. "Ρε τι 'σαι συ;" του γρυλίζει. Και λέει ο μπαρμπα-Πότης: "Ότι και να πω, με όποιους και να είμαι, ξύλο θα φάω. Οπότε, βαρείτε να τελειώνουμε". Και τον πελεκήσανε. Ξανά και ξανά. Κι έρχομαι εγώ και σε ρωτάω. Για το λόγο ποιόνε;
Η γιαγια εξιστορεί περιστατικά ανεκτίμητης αξίας από τα χωριά στους πρόποδες του Ταϋγέτου. Υπεύθυνος για την απόδοση ο εγγονός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου