Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Ζωή ποδήλατο

Ήμουν σίγουρος ότι γερνάω και μάλιστα άσχημα. Δεν είχα αναγκη τις διάφορες δοκιμασίες μνήμης και γνωσιακών δεξιοτήτων με τις οποίες οι νευρολόγοι και ψυχίατροι ταλαιπωρούν τον κοσμάκη για να το διαπιστώσω. Μπορεί να ήμουν ακόμα σε θέση να αφαιρώ διαδοχικά από το εκατό το εφτά ή να ανακαλώ τρεις λέξεις μετά από πέντε λεπτά, αλλά αυτό δε μου λέει τίποτα. Κοβόμουν στα άλλα, τα πιο σημαντικά. Άρχισα να σκέφτομαι αν θα παραγγείλω απέξω ή -αφού είχα παραγγείλει- πού διάολο θα κάθονταν όλα αυτά τα σάπια και λατρεμένα που μόλις είχα καταβροχθίσει. Η δικαιολογία "ήταν-βαριά-εφημερία-σίγουρα-τα-έκαψα-αφού-πάλι-δε δούλευε-το-ασανσέρ-και-ο-αναλυτής-αερίων-αίματος-στον-όροφο" ακουγόταν πλέον στα αυτιά μου τόσο γελοία όσο οι φτηνές δικαιολογίες του Δημήτρη του Κουτσούμπα. Ή όσο οι τελευταίες τηλεοπτικές σειρές του Γιάννη Μπέζου. Ή όσο το line up του φετινού Rockwave. Ή όσο η ανακήρυξη της συναυλίας των Kasabian ως λάηβ της χρονιάς ή της δεκαετίας ή του αιώνα στη χώρα. Δηλαδή απύθμενα γελοία. Τα  μέηντ ιν Νέα Σμύρνη πιτόγυρα και τα  με σως μέηντ ιν Ζωγράφου καλαμάκια έτειναν να γίνουν από συνοδοιπόροι μου, βενζεβούληδες που κατασπάραζαν τα νιάτα μου δουλεύοντας σε αγαστή σύμπνοια με το βεβαρημένο γονιδιακό μου υπόστρωμα. Σίγουρα είχα αρχίσει να γερνάω. Το όραμα το είδα ως άλλος Σαούλ όταν προσπάθησα αντανακλαστικά να κάνω ποδήλατο χωρίς να κρατάω το τιμόνι, όπως τον παλιό καλό καιρό. Τότε που στην όδο Θερμοπυλών της Σπάρτης θα σε διαπόμπευαν δικαίως έτσι και δεν έκανες κανα δυο χιλιόμετρα χωρίς να κρατάς το τιμόνι ή η σούζα σου είχε διάρκεια κάτω από τρία λεπτά. Τζίφος. Παραλίγο να πάρω σβάρνα τους καθρέφτες των παρκαρισμένων σε αμφότερες πλευρές του δρόμου αυτοκινήτων -θέαμα οικτρό ή παθέτικ που λέει και ο αδερφός Κορίνης-, προκαλώντας ανυπολόγιστες ζημιές στην τσέπη μου και κυρίως στην αξιοπρέπειά μου. Και ενώ ο Σαούλ έγινε Παύλος και χριστιανός μεγάλος, εγώ κατάλαβα πόσο χρήσιμα είναι για έναν ερασιτέχνη γηράσκοντα ποδηλάτη τα διάφορα αξεσουάρ, όπως κουδουνάκια, φωτάκια, ανακλαστικά και λοιπές αηδίες, με τις οποίες αν εμφανιζόσουν στη Θερμοπυλών, την Άγιδος, τη Διοσκούρων και τη Λυσάνδρου, αντιμετωπιζόσουν ως εξωγήινος ή απλά ως κάτοικος κάποιας άλλης, πολύ-πολύ μακρινής γειτονιάς πίσω από τα γυμνάσια της Σπάρτης, άλλης πόλης ίσως ή ακόμη και άλλου γαλαξία. Σίγουρα είχα αρχίσει να γερνάω. Έβλεπα τις άσπρες τρίχες να φύονται όλο και πυκνότερες στα μούσια μου και τη μάνα μου να λέει ότι φταίει που πήρα τα χρώματά της γιατί και αυτή άσπρισε γρήγορα. Καλά μάνα, μας έπεισες. Είναι η τέταρτη συναπτή θερινή περίοδος που ξεμένω χωρίς τα λατρευτά, βρωμερά, μωβ, χαμηλά ολ σταρ παπούτσια με τα οποίο έχω ταυτιστεί στη συνείδηση τη δική μου και της παρέας μου. Όταν χαλούσαν, πήγαινα και έπαιρνα τα ίδια. Φαντάζομαι ότι κάτι παρόμοιο έκανε και κανει και ο Οβελίξ με τη ριγέ του βερμούδα, δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχει βγάλει τόσα τεύχη και τόσα ταξίδια με την ίδια. Αν ναι, να του πείτε ότι είναι πολύ βρωμιάρης. Δεν πάω στην πορεία του Πολυτεχνείου γιατί μου φταίνε όλα. Οι ανθρώπινες αλυσίδες, το δίκιο του εργάτη, το ποτάμι που δε γυρίζει πίσω, οι μπάτσοι ως είδος και οι κάφροι ως φαινόμενο. Σταμάτησα να ασχολούμαι με τον Ολυμπιακό γιατί μου φταίει ο Μαρινάκης. Μου φταίει ο Σαββόπουλος και ο Μουζουράκης, ο Νεϊμάρ, το παλτό ο Μανιάτης, μου φταίει και ο Τσίκο Μορένο που εγώ τον θυμόμουν στα νιάτα μου να κεντάει και τον είδα προ ημερών να στριγγλίζει σα γατί σε ακάλυπτο πολυκατοικίας κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Έτσι δε λένε για τους γέρους, ότι τους φταίνε όλα;
Και σε μια στιγμή -μπορεί και περισσότερο- όλα ανατρέπονται. Έβγαλα δύο συναυλίες μπακ του μπακ βουτηγμένες στο λιοπύρι, τη μπύρα και τη μασχαλίλα κύριε, ή δεν έβγαλα; Κανόνισα να ξαναπάω για μπάλα μετά από χρόνια αναλαμβάνοντας κάθε ευθύνη για τη σωματική μου ακεραιότητα ως ώριμο άτομο, κύριε ή δεν κανόνισα; Είμαι γκρούπι στις μπάντες των κολλητών μου φίλων ή δεν είμαι; Πίνω ακόμη γάλα με χέμο ή δεν πίνω; Βάζω ακόμη κέτσαπ στο πιτόγυρο ή δεν βάζω; Αγοράζω ακόμη δίσκους σαν πρεζάκι ή δεν αγοράζω; Καταβρόχθισα τον ευνουχισμένο τράγο με τους φίλους μου όπως κάθε χρόνο στο φεστιβάλ γίδας που διοργανώνει ο σύντροφος Πάνος; Κάναμε παπάρα από το ίδιο λαδωμένο πιάτο; Ξαναμνημονεύσαμε το χαμένο δελτίο Προπό της Χαρούλας Πεπονάκη; Ευθυμήσαμε με τους υπερανθρώπους του δήμου Φάριδος και τα κατορθώματά τους μέσα στους αιώνες; Θυμηθήκαμε τότε που χωρίς καμία αιδώ στο πρόγραμμα των συναυλιών μας αντάμωναν κακοπαιγμένα οι Scorpions με τους Running Wild και μας άκουγαν από κάτω δέκα νοματαίοι, αδέρφια ή γκόμενές μας; Τότε που κάναμε πρόβες στο υπόγειο στούντιο-γαμιστρώνα κάθε Σάββατο και Κυριακή αυστηρά για να σπάζουμε με πρόγραμμα τα παπάρια του γείτονα; Σας ενημερώνω έμπλεος υπερηφάνειας και αναζωογονημένος λοιπόν ότι τα φέραμε εις πέρας όλα. Μια χαρά είμαστε ρε, άρχοντες! Ας όψονται η μουσικη και οι φίλοι μας.