Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Η τάξις των πραγμάτων

Το έβλεπα καιρό και τρελαινόμουν. Έχει γίνει ένα είδος προσκυνήματος για μένα. Περνάω, βγάζω αλάρμ στη δεξιά λωρίδα, αγνοώ τον οδηγό του τρόλεϋ που κορνάρει από πίσω παράδοξα αφοσιωμένος στο έργο του να παραδώσει εγκαίρως τα στοιβαγμένα στο όχημα εργαζόμενα αμνοερίφια στην εργασιακή σφαγή και σταυροκοπιέμαι έμπλεος κατάνυξης έμπροσθεν του ναού ο οποίος στεγάζει τον μέλλοντα προωθυπουργό Αντώνη Σίγμα, εγγονό της Πηνελόπης Δέλτα. Εκεί που πλέον στεγάζονται μαζί με δαύτον κάτι ραμολιμέντα της Δαπάρας, κάτι μπράβοι καταγωγής Τρούμπας τύπου Φαήλου Κρανιδιώτη, που τους βλέπω αξύριστους και λέω όχι να ξυριστώ και να μην ξαναφήσω γένια αλλά να κάνω αποτρίχωση στα Νιου Ντέη και να μείνω εντεύθεν σπανός, που καμάρωνα από φοιτητής να αναρριχώνται σαν παρασιτικά ζιζάνια στην επετηρίδα του κόμματος και ήμουν σίγουρος ότι θα τους βρω κάποτε μπροστά στα πόδια μου και όχι για καλό. Όλα πλέον απέκτησαν νόημα στο φτωχό μου μυαλουδάκι. Το νέο σήμα του κόμματος σχεδιασμένο κατά τρόπο που να ταιριάζει με αυτό του κλαμπ ή σκυλάδικου που θα λάβει χώρα το επόμενο πάρτυ της νεολαίας στην κολλημένη στους τοίχους της Φιλοσοφικής αφίσα με καλεσμένο το Λάμπη Λιβιεράτο και ύπερθεν αυτού -σημειολογικά αξιοσημείωτο- το λόγκο του απόλυτου εργολάβου Babis Vovos. Πάνω απ' όλα η ιεραρχία.    


Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Λευιτικόν

Τετέλεσται. Μου δώσατε πατήματα, θα σας γαμήσω. Μου νεύσατε με το δάχτυλο, θα σας φάω το χέρι. Είστε λαός εσείς; Είστε πολίτες εσείς; Δεν είστε. Είστε απλά καταδικασμένοι κι ακόμα δεν το ξέρετε. Εμένα ουδόλως με ενοχλεί αυτό - τουναντίον. Διευκολύνει το έργο μου, το οποίο συνισταται στο να σας εξαφανίσω από προσώπου γης. Να σας διώξω από τη χώρα σας. Ξέρετε, διάβασα ένα σύνθημα στα Προπύλαια και μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον. Και διεστραμμένο. Και πρωτοποριακό. Λέει "οι μετανάστες είναι εικόνα από το δικό μας μέλλον". Από το δικό σας μέλλον. Το είδα μπροστά μου να πραγματώνεται μέσα σε όμορφα μουντά, σκοτεινά και μίζερα χρώματα. Είδα κι εσάς μέσα του να κοιμάστε στα χαρτόκουτα, να διπλώνετε ντόνερ στο Αμβούργο, να πουλάτε λαθραία αγαλματίδια τσολιάδων και περικεφαλαίες κάπου στην Ευρώπη. Ερεθίστηκα σκεπτόμενος όλα αυτά, δεν το κρύβω. Γέλασα σαν δράκουλας που μυρίζεται αίμα. Κατάφερα όμως να καταστείλω τις φερομόνες μου ώστε να επανέλθει η διαύγεια. Θέλω να γίνουν όλα βάσει σχεδίου. Σκέφτηκα δύο τίτλους για το εγχείρημά μου. Είναι και το μόνο στο οποίο μπορείτε να έχετε λόγο. Το Μεγάλο Πουθενά ή η Χρυσή Εποχή. Αλλα εκεί σταματά ο ρόλος σας. Όλα τ' άλλα είναι προαποφασισμένα, αποφάσεις ειλημμένες που δε θα σας χαροποιήσουν στο ελάχιστο αλλά για μένα είναι άκρως διασκεδαστικές. Σας καταδικάζω, λοιπόν, στη λιακάδα της λεύκανσης οδόντων της Βίσση, του Πρετεντέρη και του Χατζηνικολάου. Να τους κοιτάτε μέσα στο στόμα όσο σας κονιορτοποιούν τον εγκέφαλο και να τυφλώνεστε. Να πλησιάζετε κοντά στην οθόνη για να δείτε καλύτερα και να λιώνετε. Και μετά να πέφτετε και να καταβαραθρώνεστε. Χωρίς αλεξίπτωτο. Όπως παλιά, θυμάστε; Λετ δε γκουντ τάημς ρόουλ, μπέημπη. Σας καταδικάζω να ζήσετε με μόνο άκουσμα τον Πάριο. Πάριος παντού, δώρο στις εφημερίδες, τιμώμενο πρόσωπο σε τηλεγλέντια, γκεστ σταρ στο Μέγαρο. Ο Αγγελόπουλος δε σας έκανε, προτιμάτε Ρέππα. Ακούγατε ότι ο Θίασος ήταν από τις μεγαλύτερες ελληνικές ταινίες και νομίζατε μόνο σε διάρκεια. Πολλή ομίχλη, λέγατε. Είχατε μάθει στο φως, λέγατε. Άλλαξαν τα πράγματα από τη Μεταπολίτευση και μετά, λέγατε. Εγεννήθη φως από έναν μεγάλο πράσινο ήλιο το ογδονταένα, λέγατε. Ήγγικεν η ώρα, ντάρλινγκς, για το απόλυτο σκοτάδι. Όσοι εξ υμών βρίσκετε βάρβαρη τη δια χειρός μου Χρυσή Εποχή, ανεβείτε σε μια σχεδία σαν τον Κατράκη και κόψτε λάσπη για το Μεγάλο Πουθενά. Βίρα τις άγκυρες. Εξαφανιστείτε ταχέως γιατί δε θα αφήσω τίποτε όρθιο. Θα θυμάστε το Βέγγο να παρακαλάει να πεθάνει η χώρα σας γρήγορα, αλλά πότε ήμουν καλός βρε Θανάση για να γίνω τώρα και να τους κάνω τη χάρη; Σας είπα. Όλα θα γίνουν όπως θέλω εγώ. Βάσει σχεδίου. Αργά και βασανιστικά. Τετέλεσται.

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Ευχές κι Ευχολόγια

Μάγκα, συγνώμη. Δεν μπορώ να βοηθήσω, απλά δεν μπορώ. Αυτό που συμβαίνει και σε διαλύει με ξεπερνάει και η φιλανθρωπία δεν είναι το φόρτε μου. Δεν την έχω σε εκτίμηση, μπαλώνει τρύπες στα ρούχα σου που θα ξανανοίξουν μόλις στρίψεις στη γωνία. Κουκουλώνει το έγκλημα, αφήνει τη γάγγραινα να διηθεί. Δίνει αφορμή για συζητήσεις και αλαζονικά παινέματα σε ρεβεγιόν κάτω από το φωτισμένο δέντρο, μπροστά από το τζάκι. Κι εσύ μια από τα ίδια. Θα κοιτάς απ' έξω από το τζάμι το δέντρο και το τζάκι. Θα βγουν τα λαμπιόνια από το δέντρο, θα καούν τα ξύλα στο τζάκι, θα περάσει ο χειμώνας, θα ζεστάνει ο καιρός, θα σε καίει ο ήλιος, ξανά μανά τα ίδια. Θα έρχεσαι πάλι στα επείγοντα, όχι για να εξεταστείς. Άλλωστε αυτό που σε βασανίζει, είναι σχεδόν ανίατο και λέγεται κοινωνική ανισότητα. Θα έρχεσαι το χειμώνα για λίγη ζέστη και το καλοκαίρι για λίγη δροσιά. Θα πιάνεις πάντα τις ακριανές καρέκλες για να μην ενοχλείς, θα δένεις τα κορδόνια των παπουτσιών σου γύρω από τα πόδια της καρέκλας για να είσαι σίγουρος ότι θα τα βρεις το πρωί, θα βάζεις για μαξιλάρι την νάυλον τσάντα με τα σώβρακα και τις μπλούζες, θα κατεβάζεις το κασκέτο και θα ψάχνεις για λίγο ύπνο. Όταν αραιώσει ο κόσμος, θα ανεβάσεις και τα πόδια στο διπλανό κάθισμα για να μην σκεβρώσεις. Θα κοιμηθείς μάλλον χωρίς όνειρα. Αν αυτά επισκεφτούν τον ύπνο σου, θα σου θυμίσουν ότι κάποτε είχες κι εσύ δέντρο και τζάκι, άνοιγες δώρα, έστρωνες τραπέζι, ρωτούσες να μάθεις ποιο ρολόι πάει καλά για να αλλάξεις το χρόνο κύριος. Έσπαγες πλάκα με το γείτονα που πυροβολούσε από το μπαλκόνι για να ξορκίσει το κακό. Μπορεί να είχες και σκύλο ή γάτα. Κατέβαζες τις μπάλες από το δέντρο, τις κύλαγες στο ξέστρωτο χωλ και γελούσες με το ζωντανό που τις κυνηγούσε μανιωδώς. Κάποια θα έσπαγε, αλλά χαλάλι. Καλή καρδιά. Τσακωνόσουν στο τραπέζι για το αν στη γέμιση ταιριάζει η σταφίδα ή αρκεί το κάστανο. Έβαζες βινύλια που άρεσαν σε όλους, σου έχει μείνει ο ήχος του Μακόυ Τάηνερ να παίζει το Αφρο Μπλου από εκτέλεση του '73 αλλά μελαγχολούσες περισσότερο όταν η βελόνα έμπαινε στα αυλάκια κι έπαιζε για το φάντασμα του Τομ Τζόουντ του Σπρίνγκστην. Είχες διαβάσει κάποτε τους στίχους του αλλά δε θυμάσαι τι έλεγαν. Δεν ξέρω αν το όνειρο σε βοηθά ή σε εξαντλεί, αν την ώρα που περνάω και σου ρίχνω μια ματιά και χαμογελάς στον ύπνο σου -ωραίο χαμόγελο παρά τα χαλασμένα δόντια-, είναι επειδή βλέπεις ή δεν βλέπεις όνειρα. Θα ξυπνήσεις, θα λύσεις τα κορδόνια των παπουτσιών για να τα απελευθερώσεις από την καρέκλα, θα διπλώσεις καλά τη νάυλον σακούλα, θα σηκώσεις το κασκέτο, θα περάσω και θα σου πω χρόνια πολλά, θα μου απαντήσεις επίσης. Ξέρεις και ξέρω ότι αν συνεχίσεις άστεγος, άνεργος και πλάνητας τα χρόνια δεν θα είναι μήτε πολλά μήτε καλά. Θα βγεις στη Βασιλίσσης Σοφίας, θα περιπλανηθείς κάτω από τις αφίσες του Καμίνη που σε ενημερώνουν ότι η Αθήνα γιορτάΖει, αν και δεν το πολυπιστεύεις. Μεταξύ μας, ούτε κι εγώ. Θα τραβήξεις για Ρουφ, θα φας ένα πιάτο φαγητό στο συσσίτιο του Δήμου. Τα έχεις μάθει απέξω. Μετά από εμάς εφημερεύει το Λαϊκό. Εύχεσαι να έφτιαξαν τη θέρμανση. Σου το εύχομαι κι εγώ.

   

Στο μυαλό του Τζ. Ε.

Ξύπνησα ζαλισμένος. Τελευταίο καρέ του ύπνου μου μια ματσέτα να ανεβοκατεβαίνει κι ένα κοριτσίστικο δεξί μάτι να επιπλέει σε μια πλαστική πισίνα. Από αυτά τα ξυπνήματα που δεν ξέρεις αν είσαι Σπάρτη ή Αθήνα, στο σπίτι σου ή στην εφημερία, αν είναι μέρα ή νύχτα, αν είναι ο Δεκέμβρης του έντεκα ή του ενενηνταέξι ή Γενάρης του δώδεκα. Κατέληξα ότι ήταν απόγευμα Γενάρη του '12, αφού έβαλα το πιν στο κινητό. Άνοιξα το ψυγείο, έκοψα λίγο μετσοβόνε, δεν είχα υπολογίσει τη γαμημένη άφθα, κάηκα, βλαστήμησα. Το ραδιόφωνο είχε ξεμείνει για λόγους που αγνοώ συντονισμένο στο Δεύτερο και τα φάλτσα της Τσαλιγοπούλου επιδείνωσαν έτι περαιτέρω την πνευματική μου δυσφορία όσο και τις ηλεκτρικές εκκενώσεις της άφθας προς το τρίδυμο νεύρο. Έκλεισα την Τσαλιγοπούλου. Βελτίωση. Έψαξα-βρήκα-επάλειψα την άφθα με Πυραλβέξ. Πρόσκαιρη επιδείνωση, ακολούθησε βελτίωση. Ξαναμπήκα στο υπνοδωμάτιο επιφυλακτικός. Χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια το φώτιζαν πάνω στο κομοδίνο. Τούβλο χρώματος μαύρου, τσαλακωμένο εξώφυλλο, μικροσκοπικοί λεκέδες από σάλτσες, μεγαλύτεροι από πιτσιλιές από κάτουρο, καφέ και οξύμωρο μείγμα λάητ γάλατος και διόλου λάητ σοκολατούχου ροφήματος σε σκόνη. Πλησιάζω στο τέλος. Έχω διαβάσει τις επτακόσιες επτά από τις οχτακόσιες εικοσιτρείς σελίδες και το αίμα δε λέει να σταματήσει. Είμαι πεπεισμένος ότι δε θα σταματήσει. Ποτέ. Το τούβλο μαύρου χρώματος με έχει πιάσει από τα μαλλιά και με χτυπάει κάτω. Λυγίζω υπό το βάρος της πλοκής, οι αντοχές μου κάθε άλλο παρά βελτιώνονται. Η μόνη μου άμυνα είναι η ανάπτυξη και συντήρηση σε βρεφική κατάσταση μιας μορφής μιθριδατισμού. Χρειάζονται περισσότεροι νεκροί Αϊτινοί για να με πιάσει ναυτία, περισσότεροι βασανισμένοι μαύροι για να νευριάσω, περισσότερη διαστροφή από τον κύριο Χούβερ για να αηδιάσω. Παρ' όλα αυτά, συνεχίζω να διαβρώνομαι. Βλέπω τη σύριγγα με το ενδοφλέβιο διουρητικό και αναρωτιέμαι μήπως είναι οπιοειδές παραγωγής Λατινικής Αμερικής. Βλέπω το σφηνάκι με το υπακτικό στο τροχήλατο δίπλα στη γριά και δεν αποκλείω να είναι το κοκτέηλ αλκοόλ με ομογενοποιημένους αδένες βατράχων που έπινε ο ήρωάς μου Ουέην Τέντροου πριν από λίγες σελίδες σε μια καλύβα στον Άγιο Δομίνικο. Δεδομένου ότι οι νευρώνες μου και οι μεταξύ των νευρικές συνάψεις ανεπαρκούν για να διαχειριστώ τις πληροφορίες, έχω δύο λύσεις. Ή να αποκτήσω τώρα καινούργιο εγκέφαλο ή να επιστρατεύσω ένα εξωτερικό υποβοηθητικό κύκλωμα. Προκρίνεται η δεύτερη λύση. Επιστρέφω στην κουζίνα, όχι για να τεστάρω την ευαισθησία της άφθας μου, αλλά για να ξετρυπώσω το πινακάκι και τον μαρκαδόρο που γράφουμε τα ψώνια. Σβήνω έναν Άγιοβασίλη (forgive me Santa), δύο καλικάντζαρους και τις λέξεις "χαρτί υγείας", "Pummaro", "τυρί τριμμένο" και ξεκινάω να καταγράφω τις πληροφορίες που δε χωρούσαν στο κεφάλι μου. Αναδρομή. Το είχα πάθει αυτό και με τον πρώτο τόμο όταν ήμουν στις Φέρες Έβρου; Ποια στρατηγική είχα ακολουθήσει; Τι είχε φανεί χρήσιμο τότε που θα μπορούσα να εφαρμόσω και τώρα; Ανάκληση. Διαμόρφωνα καταστάσεις κατά το δοκούν, εξαγοράζοντας χρόνο κι ησυχία. Έδινα το λάπτοπ στα φαντάρια για να δουν ντοκιμαντέρ με αφιέρωμα στο κυνήγι της τσίχλας, προσφορά του "Έθνος Κυνήγι" και να με αφήσουν στην ησυχία μου. Δολοπλοκούσα. Απέδωσε. Παρόν. Περίεργοι χρωματικοί τόνοι με στίγματα σαν από χαλασμένη μπομπίνα. Φαντάσου όλο το βιβλίο σε τόνους σέπια. Κατά τόπους εξαιρέσεις. Παθιασμένο Κόκκινο οι γυναίκες, φαντασμαγορικό βουντού Πράσινο η Αϊτή και τα σμαράγδια, εμετικό Κίτρινο οι δολοπλοκίες του Εφ Μπι Άι, σκατένιο Μαύρο το παρακράτος. Όλοι ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο. Τρία ελεεινά υποκείμενα αλλάζουν πίστη και λίγο πριν βουλιάξουν και τους φάει το μαύρο χώμα, προσπαθούν να κάνουν το καλό. Τα κίνητρα; Ασαφή. Εξιλεώνονται; Καθόλου. Τότε, γιατί το κάνουν; Μαγεμένοι από τις βασανισμένες Κόκκινες Θεές των υψηλών ιδανικών, των ταγμένων στον Αγώνα. Συμπέρασμα. Η Αμερική δεν υπήρξε ποτέ αθώα. Το Βέγκας δεν ήταν ποτέ λαμπερό. Η επιγραφή του Χόλυγουντ στο Λος Άντζελες έχει ποτιστεί με αθώο νέγρικο και λατινοαμερικάνικο αίμα. Το αμερικανικό όνειρο θεμελιώθηκε σε πτώματα και βούρκους. Στην Αμερική υπήρχαν άνθρωποι που πάλεψαν για κάτι περισσότερο από αυτοκίνητο Κράησλερ και οικοσκευή Τζένεραλ Ελέκτρικ. Ο Τζέημς Ελρόυ με αρρώστησε χριστουγεννιάτικα.