Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Άγγελος Εξάψαλμος

Ομολογώ ότι προ λίγων ημερών βρέθηκα αμήχανος μεταξύ διασταυρούμενων πυρών. Όχι ότι έλαβε χώρα κάποια επίσημη σύγκρουση, αλλά με αφορμή τις συναυλίες που έδωσε ο Διονύσης Σαββόπουλος στο Gagarin 205 πριν από περίπου δέκα ημέρες, ο μεν Δημήτρης Κανελλόπουλος ανέβασε μια σκληρή κριτική στο e-tetradio, ο δε Φοίβος Δεληβοριάς δημοσίευσε στην προσωπική του σελίδα άρθρο υπεράσπισης του καλλιτέχνη απέναντι στις απανταχού φωνές που τον κατέκριναν για άλλοτε άλλα ζητήματα, τόσο καλλιτεχνικά όσο και προσωπικών επιλογών. Καθώς εκτιμώ και τους δύο, τόσο τον Κανελλόπουλο ως δημοσιογράφο όσο βέβαια και τον Φοίβο ως τραγουδοποιό, με απασχόλησε το προς το πού έκλινε η δική μου τοποθέτηση απέναντι στον σπουδαίο Νιόνιο. Προκαταβολικά ενημερώνω ότι, παρά τις σημαντικές αλήθειες που κατά τη γνώμη μου περιλαμβάνονται και στα δύο κείμενα, με πίκρα και λύπη τοποθετούμαι στο πλευρό του Κανελλόπουλου. Και θα προσπαθήσω να το εξηγήσω όσο μπορώ. 
Καταρχήν να ξεκαθαρίσω ότι αν δεν εφημέρευα τις ημέρες εκείνες, ήταν πολύ πιθανό να πάω κι εγώ στο Gagarin. Για ποιον ακριβώς λόγο, δεν ξέρω. Ο καλός μου εαυτός θα πήγαινε με την ελπίδα να ξαναζήσει αυτό το ντελίριο χαράς και ανάτασης που είχε βιώσει πριν από δεκαπέντε και βάλε χρόνια, όταν ο Σαββόπουλος κυριολεκτικά ισοπέδωσε το αμφιθέατρο της Σπάρτης με μια εκπληκτική ορχήστρα όπου δέσποζε η φιγούρα του νεαρού τότε Πιερρακέα στις κιθάρες, σε ένα Διονυσιακό πανηγύρι άνευ προηγουμένου. Ο μικρός Κωστάκης έλιωνε εκείνα τα ωραία χρόνια τις κασέτες με τα πρώτα -και κορυφαία- πονήματα του Νιόνιου και το Περιβόλι του Τρελού όπως και ο Μπάλος είχαν ήδη αποκτήσει τη δική τους ξεχωριστή θέση στα all time αριστουργήματα απ' όλα τα είδη μουσικής. Ο κακός μου εαυτός, που προβάλλει και με μια σχετικά μεγαλύτερη ευχέρεια, θα πήγαινε για να διαπιστώσει ιδιοις όμμασι αν το καλλιτεχνικό κενό που χαρακτηρίζει την παρουσία του Σαββόπουλου τα τελευταία χρόνια θα μπορούσε να ανατραπεί έστω για ένα βράδυ, όταν θα βρισκόταν επί σκηνής με σπουδαίους μουσικούς (Κιουρτσόγλου, Καρίπης, Πλακίδης) και σπουδαία τραγούδια. Δυστυχώς δεν πήγα, αλλά μάλλον δε θα άλλαζε και κάτι στην προσέγγισή μου απέναντί του. 
Με αφορμή παντως τη συναυλία, ο Κανελλόπουλος περνά τον Νιόνιο γενιές δεκατέσσερις, διαπιστώνοντας πέραν μιας αναιμικής σκηνικής παρουσίας και -ίσως αυθαίρετα- μια δυσφορία του τραγουδοποιού να υποστηρίξει μνημειώδη και βαρυσήμαντα τραγούδια του που έρχονται πλέον σε ευθεία σύγκρουση με τις απόψεις που διατυμπανίζει ο Σαββόπουλος τα τελευταία τουλάχιστον δέκα χρόνια, με αυτή την τελευταία διαπίστωση να μην είναι καθόλου, μα καθόλου αυθαίρετη. Από την άλλη ο Δεληβοριάς καλεί το ακροατήριο να μην εξετάζει το σαββοπουλικό έργο σε ζεύξη με την πολιτική υπόσταση του τραγουδοποιού, καθότι αυτό είναι "καθαρός βιασμός του πώς λειτουργεί το πνεύμα" και "κανένας αριστερός δεν θα έπρεπε να βλέπει ποτέ Χίτσκοκ ή να ακούει Βαμβακάρη και κανένας δεξιός ν’ ακούει Clash ή Θεοδωράκη" (ή εγώ να διαβάζω Ελρόυ). Ανεξάρτητα του αν τελικά ο καλλιτέχνης παύει να έχει την υποχρέωση να υποστηρίζει το έργο του για να έχει αυτό την πλήρη σημειολογία του ή αν το έργο μπορεί να επιτελέσει τον όποιο σκοπό του απελευθερωμένο από τα βαρίδια ή τη μετριότητα της λοιπής, πλην της καλλιτεχνικής, υπόστασης του δημιουργού του, ερώτημα στο οποίο παραδέχομαι ότι δεν μπορώ νηφάλια να απαντήσω, ο Δεληβοριάς νομίζω ότι κάνει κάποιο λάθος. Και το λάθος έγκειται στο ότι κανένας από τους καλλιτέχνες που χρησιμοποίησε ως παραδείγματα δεν καταπίεσαν τα έργα τους. Διαννοήθηκαν οι Clash να αλλάξουν τους στίχους στο London's Burning ή στο White Riot; Πέρασε ποτέ από το μυαλό του Jagger να ανακαλέσει το Street Fighting Man ως προπαγανδιστικό υπέρ της βίας, ακόμη και τώρα που συναναστρέφεται αποκλειστικά και μόνο με το διεθνές jet set; Αντιθέτως, ο Σαββόπουλος το έχει κάνει και μάλιστα κατ' επανάληψη. Στην πρόσφατη συναυλία του μετέτρεψε ως δια μαγείας τον χαφιέ σε μπαχαλάκη (κύριος οίδε ποιον καλλιτεχνικό σκοπό υπηρετούσε η αλλαγή αυτή), ενώ παλιότερα σε συναυλία-αφιέρωμα στο Χατζιδάκι φρόντισε να προσθέσει ένα "δεν" στους στίχους του Κεμάλ, κακοποιώντας τον καταληκτικό στίχο σε "με φωτιά και με μαχαίρι ο κόσμος δεν προχωρεί". Στην ουσία, δηλαδή, ο Σαββόπουλος κάνει αυτό ακριβώς που μας καλεί ο Δεληβοριάς να μην κάνουμε. Μπλέκει τη δική του πολιτική τοποθέτηση με το έργο τόσο το δικό του, όσο και άλλων καλλιτεχνών και το φέρνει στα δικά του μέτρα, δικαιώνοντας έτσι απόλυτα τον Κανελλόπουλο στην κριτική του. 
Πραγματικά όλα τα παραπάνω τα έγραψα με πόνο ψυχής. Είχα τον Σαββόπουλο βαθειά στην καρδιά μου, αλλά νομίζω ότι πλέον η σχέση μου με αυτόν -αλλά όχι με το έργο του- εχει πλήρως διαρραγεί. Και αυτό όχι τόσο γιατί νιώθω βαθιά προσβεβλημένος κάθε φορά που τον ακούω να υμνεί τη σημιτική οχταετία ή τη σημερινή συγκυβέρνηση, όσο γιατί την ασέβεια που δείχνει ο ίδιος απέναντι στην τεράστια παρακαταθήκη του. 
Αλλιώς κανένας αριστερός δεν θα έπρεπε να βλέπει ποτέ Χίτσκοκ ή να ακούει Βαμβακάρη και κανένας δεξιός ν’ ακούει Clash ή Θεοδωράκη - See more at: http://www.ogdoo.gr/portal/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=5992&Itemid=13#sthash.sR29b5Fe.dpuf Πηγή: www.ogdoo.gr

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Το φίδι έξω από τ' αυγό

Παρακολουθώντας τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών και προσπαθώντας να καταστείλω παράλληλα αυτό το αίσθημα τάσης προς έμετο που όλο και περισσότερο πάει να χρονίσει χωρίς επ' ουδενί να φταίει γι' αυτό η βραδεία και ατελής μου χώνεψη, καταλήγω πλέον με βεβαιότητα στο εξής συμπέρασμα. Ότι η ελληνική κοινωνία μου θυμίζει τον Πίτερ Σέλερς. Όχι όμως οποιονδήποτε ρόλο του, αλλά αυτόν τον μεγαλειώδη του κρυφοναζί στρατιωτικού που συντονίζει τις πολεμικές επιχειρήσεις για λογαριασμό των ΗΠΑ στο μνημειώδες Dr. Strangelove ή SOS Πεντάγωνο Καλεί Μοσχα, αν προτιμάτε. Η φιλοπόλεμη περσόνα που ενσαρκώνει ο Σέλερς, προσπαθεί επί ματαίω να χαλιναγωγήσει τη σχεδόν αντανακλαστική ανάταση της χειρός σε φασιστικό χαιρετισμό για να μην καρφωθεί στους υπόλοιπους του επιτελείου. Κάπως έτσι βλέπω να ξεπροβάλλουν τεντωμένα χεράκια και να μου θολώνουν το ήδη ομιχλώδες τοπίο. Στην άκρη δεν καταλήγουν ούτε σε μούντζα, ούτε σε κωλοδάχτυλα, παρά μόνο σε μια κλειστή παλάμη, η οποία δεν φαίνεται μάλιστα να τρέμει στο ελάχιστο από ντροπή ή από το βάρος της ιστορικής προσβολής που επιτελεί τη στιγμή εκείνη. Είτε αυτός στον οποίο ανήκει το χέρι λέγεται Μιχαλολιάκος είτε Κατίδης, η συχνότητα του φαινομένου αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο χωρίς να εκλύει τα ρίγη αηδίας και την αποδοκιμασία που εγώ σα μαλάκας περίμενα, αλλά αντίθετα να βρίσκει πλήθος αυτόκλητων υπερασπιστών στα ραδιόφωνα που βεβαιώνουν την αρχαιοελληνική καταγωγή του χαιρετισμού (και άρα την αθωότητά του, αν όχι και τον περιφανή χαρακτήρα του). Γερμανοί νεοναζί προσκαλούνται, κυκλοφορούν και φωτογραφίζονται στο ελληνικό κοινοβούλιο ως -τάχα- δημοσιογράφοι και όταν αποκαλύφθηκε η ταυτότητά τους δεν ασχολήθηκε ουδείς, ακόμη κι αν η οργάνωση στην οποία ανήκουν έχει κατηγορηθεί για επιθέσεις εναντίον -και Ελλήνων- γκασταρμπάητερ στη Γερμανία (εξαιρετικό το ρεπορτάζ του Spy-Jungle Report στο τελευταίο τεύχος του Unfollow). Ο Κασιδιάρης αλύχτησε κάποια γελοία δικαιολογία, αυτή έγινε απόλυτα δεκτή από τους θεματοφύλακες της τηλεοπτικής δημοκρατίας και της κατάλυσης κάθε εθνικής μνήμης πριν καν βάλει τελεία και το θέμα θεωρήθηκε λήξαν. Κι έρχεται κάπου εδώ ο άλλος μου εαυτός και με επιπλήττει. Τι σου κάνει εντύπωση ρε ονειροπαρμένε; Πρώτη φορά, μου λέει, τα βλέπεις; Δεν τα είχες δει όταν οι ιδιοι του οι συμμαθητές ειρωνεύονταν τον φίλο σου κατά την ανάγνωση των ονομάτων των νεκρών του Πολυτεχνείου παίζοντας σαρκαστικά από πάνω την ώρα που μιλούσε ένα ρέκβιεμ; Τα ίδια χαζά γελάκια δεν έβλεπες και στον εορτασμό της επετείου του δικού σου σχολείου; Εσύ δεν έσπαγες πλάκα με κάποιον από τους πολλούς ψυχικά ασθενείς της Σπάρτης, τον οποίο δεν βρέθηκε καμία κοινωνική δομή να προστατεύσει από το αιμοβόρο πλήθος του οποίου κι εσύ υπήρξες μέλος; Δεν έβλεπες τον αδύναμο, τον περίεργο, τον θηλυπρεπή να μαρτυράει κάθε μέρα στο σχολείο; Πόσα χρόνια συμβαίνει στο χωριό σου να καταδίδει ο γαιοκτήμονας τους μετανάστες χωρίς έγγραφα στην αστυνομία αμέσως μετά τη συγκομιδή της σοδειάς και αμέσως πριν την πληρωμή; Πάντα έτσι ήταν, απλά εσύ έβγαλες τώρα την τσίμπλα από τα μάτια. Ούτε Ξένιος Δίας υπήρξε ποτέ, ούτε κοινωνική αλληλεγγύη. Ποτέ το χέρι του διπλανού δεν ήταν ανιδιοτελώς προτεταμένο προς βοήθεια. Πάντα ο γείτονας κρυφοκοίταζε από το ματάκι της πόρτας του και εποφθαλμιούσε για τη δική σου δυστυχία. Πάντα έτσι ήταν. Πάντα τα φίδια ήταν έξω από τ'αυγά τους. 

Clive, Keep on Running to the Hills...

Επειδή στο προαιώνιο ερώτημα "Iron Maiden ή Metallica", η απάντησή μου είναι αναφανδόν υπέρ της Σιδηράς Παρθένας (μέχρι και σε ραδιοφωνικό διαγωνισμό του βυθισμένου Ατλαντίς FM έχω ψηφίσει σχετικά), επειδή δύσκολα θα υπάρξει έπος εφάμιλλο του Number Of The Beast στην ιστορία του rock 'n' roll, καθώς επίσης κι επειδή το drumming του Clive Burr στο album είναι πραγματικά αξεπέραστο, οφείλω να του ευχηθώ να συνεχίσει να τρέχει στους λόφους και να καλπάζει στα τύμπανα, απαλλαγμένος πλέον από τη σκλήρυνση κατά πλάκας, ακόμη και μετά θάνατον.


Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Ούγκο Τσάβες, κουκιά μετρημένα

Θα μπορούσα να αρκεστώ στο εξής ακλόνητο επιχείρημα. Ότι αν σε βρίζει ακόμη και μετά θάνατον ο Πρετεντέρης, ο Πορτοσάλτε, ο Μπάμπης Παπαδημητρίου και ο μαλακισμένος γιος του Μπόμπολα, αυτομάτως έχεις δίκαιωθεί. Ότι αν σε συκοφαντούν νυχθημερόν οι καναλάρχες και ο πρόεδρος των βιομηχάνων της Βενεζουέλας, ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος και διάφορες -σύμφωνα με δική τους παραδοχή- χρηματοδοτούμενες από τις ΗΠΑ δήθεν Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, εσύ είσαι ο καλός και οι άλλοι οι κακοί. Είναι τόσο προφανές για τον κοινό νου που θα μπορούσα στο σημείο αυτό να βάλω τελεία και παύλα στην ανάρτηση. Αλλά, αφού όλοι οι προαναφερθέντες καλοθελητές της δημοκρατίας απαιτούν επιχειρήματα, ακόμη και αν αυτά που επιστρατεύουν οι ίδιοι είναι παντελώς φαιδρά και βασιζόμενα σε ψεύδη, θα καταθέσω κι εγώ ότι μπορώ.
Πρώτον, ο Τσάβες κέρδισε τρεις-τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις με τα ποσοστά να είναι συντριπτικά υπέρ του. Να σημειωθεί ότι δεν καταγράφηκε ούτε μία σοβαρή καταγγελία νοθείας από ανεξάρτητους παρατηρητές. Να θυμίσω στο σημείο αυτό, έτσι για να ευθυμίσουμε, το πανηγύρι των αμερικανικών εθνικών εκλογών και την καταμέτρηση στη Φλόριδα, όπου ακόμη δεν έχουμε καταλήξει αν εκτός από τους ανθρώπους τον Μπους ψήφισαν ακόμη και αλιγάτορες. Να θυμίσω επίσης ότι στη Βενεζουέλα εκπέμπουν και προπαγανδίζουν κανονικά ιδιωτικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές λειτουργούν απερίσπαστα (βλέπε το ντοκιμαντέρ του Εξάντα του Γ. Αυγερόπουλου για το θέμα). Το ότι ο Τσάβες ήθελε να πνίξει τον ιδιοκτήτη του μεγαλύτερου ιδιωτικού καναλιού δεν είναι κατακριτέο. Κι εγώ θέλω να πνίξω τον Ψυχάρη και τον Αλαφούζο.
Δεύτερον, όταν οι εχθροί του επικαλούνται το αποτυχημένο πραξικόπημα του 1992 για να τονίσουν τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα του, ξεχνούν ότι αυτό στόχευε έναν πρόεδρο ο οποίος, αφού κάποια χρόνια νωρίτερα είχε εκλεγεί δαιμονοποιώντας και εξορκίζοντας τις πολιτικές του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας ακολούθως τις ασπάστηκε ασθμαίνων. Πέραν αυτού, φαίνεται να αγνοούν ότι το εγχείρημα τύγχανε λαϊκής στήριξης, όπως αποδείχτηκε περίτρανα στη συνέχεια. Σας θυμίζει κάτι; Εμένα αμυδρά. Στον Πρετεντέρη όμως, ίσως να θυμίζει κάτι παραπάνω, γιατί τρέμει στην ιδέα του απρόβλεπτου παράγοντα, αυτού που δεν θα μπορεί να ελέγξει από το βήμα του.
Τρίτο, ο Τσάβες ήταν ουσιαστικά μισητός για έναν και μόνο λόγο. Γιατί επί της προεδρίας του η Βενεζουέλα απέκτησε υπόσταση διαφορετική από μιας μπανανίας, αυτή δηλαδή που επιφυλάσσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες για χώρες με σημαντικό φυσικό πλούτο και ομορφιά (ο Ραφαηλίδης υποστήριζε σε ένα βιβλίο του ότι Βενεζουέλα σημαίνει μικρή Βενετία). Την ώρα που η συμμορία έχει δώσει μπιτ παρά το λιμάνι του Πειραιά στους Κινέζους συντρόφους, τη Χαλκιδική στον Μπόμπολα και τη Θράκη στους Καναδούς, ο Τσάβες ήδη από καιρό καμάρωνε για την εθνικοποίηση των πετρελαϊκών πηγών τις οποίες απομυζούσαν διάφορα ευαγή ιδρύματα όπως η Exxon Mobil. 
Τέταρτο και σημαντικότερο. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τσάβες, η UNICEF κατέγραψε εξάλειψη του αναλφαβητισμού. Τα Ηνωμένα Έθνη κατέγραψαν υποδιπλασιασμό της φτώχειας από το 2002 έως το 2011. Μπορεί κάποια ευρωπαϊκή χώρα να παρουσιάσει παρεμφερή επιτεύγματα; Μπορεί η Ελλάδα του Σαμαρά, του Κρανιδιώτη, του φτερωτού γιατρού και του Μπένι να καυχηθεί για έστω, κάτι παραπλήσιο;
Ήταν επί Τσάβες όλα καλώς καμωμένα; Μάλλον όχι. Ο αντιαμερικανισμός του τον οδήγησε να συγχρωτίζεται με φιγούρες οι οποίες δεν είχαν, ούτε έχουν καμία απολύτως σχέση με τις αρχές του μπολιβαρισμού. Υπήρχαν στοιχεία λαϊκισμού στον τρόπο που πολιτευόταν; Μάλλον υπήρχαν. Από την άλλη όμως, αν το politically correct κατεστημένο αποδοκίμαζε ως λαϊκιστικό τον χαρακτηρισμό που επιφύλλασε ο Τσάβες για τον Μπους ως αλκοολικού εγκληματία πολέμου, τότε χίλιες φορές λαϊκιστής παρά ψεύτης. Οργάνωσε την παραγωγική δομή της χώρας του με τέτοιο τρόπο ώστε να απεξαρτηθεί από τις διακυμάνσεις της τιμής του πετρελαίου; Μπορεί και όχι. Το θέμα είναι τι εννοούν οι πολέμιοί του με τον όρο παραγωγική δομή, γιατί υποψιάζομαι ότι εννοούν την ανάπτυξη στην οποία οι εταιρίες τους θα είχαν τη μερίδα του λέοντος στα κέρδη και θα όριζαν τους όρους του παιχνιδιού (σας θυμίζει κάτι; εμένα αμυδρά). Τέλος, ο καναλάρχης και βασικός αντίπαλός του κατηγορούσε τον Τσάβες στο ντοκιμαντέρ του Αυγερόπουλου ότι με την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας και τις παροχές του προς τις ασθενέστερες τάξεις, εξέθρεψε έναν λαό τεμπέληδων. Έτσι είναι τα πράγματα για τον νεοφιλελευθερισμό, αυτή είναι η βασική του διδαχή ήδη από τη δεκαετία του '70. Κανένας πολίτης να μη δικαιούται τίποτα a priori, ανεξαρτήτως του πόσο δυσχερείς είναι οι συγκυρίες στις οποίες καλείται να ζήσει. Ούτε στέγη, ούτε περίθαλψη, ούτε εκπαίδευση. Ο Τσάβες προσπάθησε για το στοιχειώδες, να φέρει στο προσκήνιο ένα τεράστιο τμήμα του πληθυσμού που ήταν στην αφάνεια και να του δώσει τα στοιχειώδη. Και αυτό το έκανε με επιτυχία. Είπαμε, κουκιά μετρημένα. 
   Στο εσταντανέ, ο λαϊκιστής πρόεδρος Ούγκο Τσάβες δίπλα στον λαϊκιστή θρύλο της μπάλας Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, ο οποίος φοράει λαϊκιστικό t-shirt που χαρακτηρίζει τον Τζορτζ Μπους εγκληματία πολέμου.

Οι Γερμανοί (ρόκερς) είναι φίλοι μας

Με χρονοκαθυστέρηση που θα ζήλευαν και τα χρηματοκιβώτια με τα κλεμμένα λάφυρα του χι Μπόμπολα και του ψι Κόκκαλη, επανέρχομαι με σκοπό όχι μόνο να μνημονεύσω κάτι το οποίο είχα κάμποσο να ζήσω, αλλά και να προσπαθήσω να αποκαταστήσω μια εν εξελίξει μουσική αδικία. Αυτό που είχα καιρό να ζήσω, δεν ήταν άλλο από μια κανονική ροκ συναυλία. Ροκ συναυλία με τα όλα της. Πήρα λοιπόν τον σχεδόν μόνιμο συναυλιακό μου παρτενέρ τα τελευταία δύο χρόνια και κίνησα για το Αν στη Σολωμού. Ήταν ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, για τον Ολυμπιακό που ταλαιπωρούσε τον πολυπληθή και συγκλονιστικό λαό του την ίδια ώρα στην Ισπανία ήταν μάλλον του Αγίου Βαρθολομαίου ή η Νύχτα των Κρυστάλλων -διαλέγετε και παίρνετε, και τα Εξάρχεια αντιστέκονταν σθεναρά στη γλυκανάλατη αηδία παραμένοντας λουσμένα στο γνωστό αρρωστιάρικο και λατρεμένο κίτρινο φως και στην εξίσου γνώριμη και οικεία υγρασία. Έξω από το Αν, το γνωστό συνοθύλευμα φρικιών, παλιοροκάδων και αδιάφορων σαν την αφεντιά μου και στη συνέχεια η συνήθης διαδικασία -μαρκάρισμα με σφραγίδα στο αντιβράχιο σαν αργεντίνικα μοσχάρια από τους πορτιέρηδες και κάθοδος στα άδυτα των αδύτων. Μπόλικος κόσμος για καθημερινή και με την επομένη να είναι εργάσιμη για τους λίγους που παρέμεναν εργαζόμενοι, βρήκαμε μια τρύπα και στριμώξαμε τα διόλου ευκαταφρόνητα κυβικά μας. Θα με συγχωρήσει το φιλότιμο σχήμα που άνοιγε το δρώμενο, αλλά δεν έδωσα μεγάλη σημασία στην εμφάνισή τους. Αντίθετα, όταν έσκασε η χρονοκάψουλα επί σκηνής και αποβιβάστηκαν οι Samsara Blues Experiment των τεσσάρων Βερολινέζων, καθήλωσα το βλέμμα σαν να έπαθα επιληψία. Το δίωρο σετ ήταν ότι ακριβώς περίμενα να ακούσω. Κολασμένα riffs, αναλογικά εφφέ στις κιθάρες, αντιραδιοφωνικά solo διάρκειας άνω των πέντε λεπτών έκαστο, σκόρπιοι στίχοι, μπύρες στο πλαστικό ποτήρι και στην κατακλείδα, όπως λένε και οι αγαπητοί παοκτζήδες, τα μυαλά μας πόνεσαν. Αποχωρήσαμε ευτυχείς και βαρήκοοι (ο συνοδοιπόρος από το αριστερό ους κι εγώ από το δεξί), κι εγώ τουλάχιστον βαθιά περήφανος που η παλιά μου γείτονιά έδειχνε να έχει ακόμα παλμό.
Και τώρα η αποκατάσταση της αδικίας...
Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. Ειδήμων της γερμανικής ροκ δεν είμαι, από την άλλη όμως έχουν υπάρξει κάποια συγκροτήματα που με έχουν σημαδέψει και οι Samsara Blues Experiment είναι το τρίτο κατά σειρά. Προηγήθηκαν αυτών σε πολύ νεαρή ηλικία οι Eloy, γνωστοί και μη εξαιρετέοι για το ψυχεδελικό ροκ που έπαιξαν τη δεκαετία του '70. Ένας επιπλέον λόγος που εξηγεί το δέσιμό μου με τους εν λόγω, είναι ότι τους άκουγα ασταμάτητα στο σουβλατζίδικο της γειτονιάς μου στη Σπάρτη -ίσως το καλύτερο στην κατηγορία του σε ολάκερο τον γαλαξία- καθώς ο αδερφός του ιδιοκτήτη και καλός φίλος γούσταρε να διπλώνει πιτόγυρα ακούγοντας Sabbath, Ozzy, Randy Rhodes και Eloy ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και πολύ πριν αυτό γίνει μόδα στην πρωτεύουσα. Πρώτοι όμως χρονικά και ιεραρχικά δεν παύουν να είναι οι Scoprions. Ναι, οι γνωστοί γραφικοί τη σήμερον Scorpions, αυτοί που εδώ και δέκα χρόνια κάνουν αποχαιρετιστήρια περιοδεία και σίγουρα έχουν παιξει στο καφενείο και του δικού σας χωριού. Αυτή όμως η εικόνα, που αντικατοπτρίζεται περίτρανα στα γραφικά ντουέτα τους με τον έτερο αποπεπτωκότα και αδικημένο ρόκερ Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο Φάληρο, τους αδικεί. Και τους αδικεί ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι έχουν εσχάτως προκύψει όψιμοι οπαδοί της ροκ, οι οποίοι μιλάνε για το συγκρότημα με άκρως απαξιωτικό τόνο. Χωρίς να θέλω να επιπλήξω κανέναν, οφείλω να καταθέσω τα εξής. Το ροκ που έπαιξαν οι Scorpions τις δεκαετίες του '70 και του '80, ήταν εκπληκτικής πάστας, ειδικά δε τα back to back Fly to The Rainbow και In Trance καθώς και το κολοσσιαίο live Tokyo Tapes έχουν ήδη μπει στο πάνθεον της ροκ. Με κινητήρια δύναμη έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες riff κι έναν τραγουδιστή με μοναδικό ηχόχρωμα, οι Scorpions έχουν υπάρξει αυτό που λέει και ο τίτλος ενός από τα χιτ τους. Δυναμίτες. Ειδικής μνείας αξίζει ένας σπουδαίος κιθαρίστας που πλαισίωνε την μπάντα στα ανωτέρω αριστουργήματα και δεν είναι άλλος από τον Uli Jon Roth, ένας πραγματικός Ευρωπαίος Hendrix. Αυτά για την αποκατάσταση της αδικίας που λέγαμε.

 

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Τάξις και ηθική

Συνεχίζεις να με απογοητεύεις και να μου ξυπνάς τα χειρότερα ένστικτά μου. Και έχω κοπιάσει τόσο για να τα καταπιέσω. Τα ένστικτα εννοώ. Αλλά σε όλα -και στην χειραγώγηση των ενστίκτων- υπάρχει κάποιο όριο. Έτσι πρέπει να είναι, για λόγους επιβίωσης. Αυτό εξυπηρετούν τα ένστικτα, είναι οι φρουροί των γονιδίων. Θα σου φέρω ένα παράδειγμα. Και να θες να στραβοκαταπιείς, δεν θα τα καταφέρεις. Ούτε καν εσύ, που αυτοκτονείς και παρασύρεις κι εμένα μαζί σου με χίλιους άλλους τρόπους. Θα κλείσουν οι φωνητικές χορδές σου, θα σταματήσεις να εισπνέεις το υγρό ή το στερεό, θα βήξεις σαν αρρωστιάρικο μωρό με κοκκύτη και θα τα καταφέρεις. Ακόμα κι εσύ. Μπορεί να πνίγεσαι κάθε μέρα στο ψέμα, αλλά από τροφή δεν θα πνιγείς. Έτσι κι εγώ. Όσο και να θέλω να εξοικειωθώ μαζί σου, μου προκαλείς αηδία. Μην παρεξηγείσαι, δεν το ελέγχω. Είναι, όπως σου είπα, αντανακλαστικό. Κάτι σαν τον εμετό. Μην αποστρέφεις το βλέμμα, σε σένα μιλάω. Σε σένα που ξεφύσηξες με ανακούφιση τώρα που έληξε η απεργία του Μετρό μέσω επίταξης. Σε σένα που τώρα έχεις ένα λόγο παραπάνω να ψηφίσεις τις δυνάμεις της ευθύνης. Σε σένα που τώρα μπορείς να πας ανεμπόδιστος στη δουλειά σου. Ποια δουλειά σου, ρε; Τρεις τους δέκα δεν έχουν δουλειά. Το ξέρεις ή μήπως όχι; Και τι δουλειά, ρε; Απλήρωτη και ανασφάλιστη, με τη δαμόκλειο σπάθη της απόλυσης άνευ λόγου και φυσικά άνευ αποζημίωσης να επικρεμάται της άδειας κεφαλής σου; Σε σένα που ζεις για να δεις να πεθαίνει η κατσίκα του γείτονα, ου μην και ολόκληρο το σόι του. Σε σένα που χαμηλώνεις συνέχεια τον πήχη, που επιζητάς την εξίσωση προς τα κάτω, σε σένα που ζεις για τη στιγμή που θα παίρνουμε όλοι τριακόσια γιούρο. Στ' αρχίδια σου αν είναι μόλις τρία κατοστάρικα, αρκεί που θα παίρνουν όλοι τα ίδια ψίχουλα. Σε σένα που όταν τα εισιτήρια του Μετρό ακρίβαιναν με γεωμετρική πρόοδο και το καθιστούσαν πιο ακριβό και από ταξί στο Τσέλσι του Λονδίνου, περί άλλα ετύρβαζες. Σε σένα που ταλαιπωρείσαι από μια εβδομάδα απεργία στο Μετρό, αλλά απολαμβάνεις τρία χρόνια βιασμό. Σε σένα που δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς έναν μπάτσο στην πόρτα σου, χωρίς ένα δυνάστη πατέρα στο πλευρό σου, χωρίς έναν Γεώργιο Παπαδόπουλο στη συνείδησή σου, χωρίς έναν σατραπη δάσκαλο στην τάξη σου, χωρίς μια Θάτσερ στο χώρο εργασίας σου, χωρίς μια Τρέμη στην οθόνη της τηλεόρασής σου. Σε σένα που καμαρώνεις -φαιδρέ- για το αρχαίο και περήφανο γονίδιό σου και σαπίζεις κάθε απόγευμα στα τούρκικα. Σε σένα που κείτεσαι παράλυτος και ξερχαβαλωμένος σαν παρατημένη μαριονέτα και σηκώνεις το κεφάλι μόνο όταν τραβήξει τα νήματα ο Πρετεντέρης. Και κοιτάς μόνο όπου σε προστάζει ο Πρετεντέρης. Βλέπεις τίποτα προς τα κει που ατενίζεις με το βλέμμα του ροφού; Τίποτα. Τότε, ψόφα. Σε βαρέθηκα. 

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Jo

Χιονάνθρωποι. Μοιχεία. Διάπυροι στέφανοι. Καταψύκτες. Αίθουσες ανατομίας. Συνθέσεις από σάρκα και πάγο. Σφαγιασμένα κοτόπουλα. Ακρωτηριασμένα μέλη κολυμπούν στη φορμόλη. Μούχλα στους τοίχους. Εμμονές που σε κυνηγούν χρόνια τώρα. Σύνδρομο Φαρ. Σύνδρομο Φαρ; Κρύο. Πολύ κρύο. Και τρόμος. Πολύς τρόμος.
Ο Ελρόυ δήλωσε πρόσφατα ότι νιώθει να τον καταδιώκεις σα λυσασμένο πίτμπουλ. Εγώ νομίζω ότι νιώθει το χνώτο σου και ακούει την ανάσα σου να του καίει το σβέρκο και το γυμνό του κρανίο. Όπως τα ένιωθα κι εγώ την εβδομάδα των παθών μου. Είναι θέμα χρόνου, να μπήξεις τα δόντια σου στο εκεί που σφύζουν οι καρωτίδες του και να πάρεις κεφάλι στην κούρσα για τα καλά. Κάθε βιβλίο σου μετατρέπεται στον χειρότερο εφιάλτη μου. Με έκανες να σιχαθώ τους χιονάνθρωπους. Εκλιπαρώ για τον οίκτο σου και σου ζητάω να μου δώσεις πίσω τον ανέφελο και ατάραχο ύπνο μου.
Jo Nesbo, είσαι βρικόλακας.   


Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Λερναία Ύδρα

Σε μια χώρα που οι γέροι μένουν παρατημένοι σε γκαρσονιέρες-κλουβιά στο Νέο Κόσμο, στην Καλλιθέα ή τα Πατήσια μέχρι να λιώσουν. Σε μια χώρα που όλο και περισσότερα παιδιά είναι υποσιτισμένα, ανασφάλιστα και ανεμβολίαστα. Σε μια χώρα όπου ο ειδικευόμενος γιατρός δηλώνει μεγαλύτερο εισόδημα από τον τραπεζίτη και τον εφοπλιστή. Σε μια χώρα που οι ΕΠΕΝίτες τσεκουροφόροι τραμπούκοι συνασπίζονται με χαμερπείς, ψοφοδεείς αριστερούς για να διασώσουν με κοινοβουλευτικά και νομικά τετρίπια τον σοσιαλιστή εταίρο τους ώστε να μην καταρρεύσει το κυβερνητικό τους εξάμβλωμα και το πετυχαίνουν. Σε μια χώρα όπου ο θύτης μερικών από τις βαρύτερες δημοκρατικές εκτροπές της σύγχρονης ιστοριας της, εν μέσω παραληρήματος, με στόμα που αναβλύζει σκατά και χολή και μάτια που βράζουν από το μίσος δηλώνει αθώος και δικαιωθείς από τις εξελίξεις, παρά το ότι ο επιχειρηματίας στον οποίο έστηνε κώλο και του χάριζε κάμποσα εκατομμύρια γιούρο με απολύτως αδιαφανείς διαδικασίες πριν λίγους μόνο μήνες, αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη φυλακή. Σε μια χώρα που εκεί που εγώ πετάω τα σκουπίδια μου, άλλοι στρώνουν το τραπέζι τους. Σε μια χώρα που διαπομπεύονται οι οροθετικές πόρνες και προστατεύονται οι νταβατζήδες τους. Σε μια χώρα που μια εφημερίδα δημοσιεύει εξώφυλλα τέτοια, που ακόμη και ο Γκέμπελς θα αισθανόταν συστολή να τα συντάξει και ανταμοίβεται από τον αιμοδιψή λαό με τον μεγαλύτερο αριθμό πωλήσεων. Σε μια χώρα που η δολοφονία μετανάστη για μια προσπέραση σε λίγο θα δικάζεται βάσει κώδικα οδικής κυκλοφορίας και όχι βάσει του νόμου περί ρατσιστικών εγκλημάτων. Σε μια χώρα όπου ο μεγαλύτερος εγκληματίας που καταδικάστηκε ποτέ είναι μια ζαρντινιέρα. Σε μια χώρα που οι περισσότεροι θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν αυτό που εγώ σιχαίνομαι. Σε μια χώρα που ο Τζάνγκο δε θα σπάσει ποτέ τις αλυσίδες του και δε θα αγκαλιάσει ποτέ τη Βρουχίλδη του...

...τα ψωμιά μου είναι μετρημένα.

Από τη Σπάρτη στο Παγκράτι

Η πρώτη εν Αθήναις συναυλία του φίλου Μιχάλη Τσαντίλα το προηγούμενο Σάββατο στο cafe Alavastron του Παγκρατίου, είχε χαρακτήρα πραγματικά μυσταγωγικό για πολλούς και διάφορους λόγους. Για το ότι είχα να τον ακούσω να παίζει ζωντανά μουσική και να τραγουδά από την προηγούμενη χιλιετία. Για το ότι αφορμή για την εμφάνισή του ήταν η κυκλοφορία του πρώτου του δίσκου. Για το ότι συνοδοιπόροι του επί σκηνής ήταν μουσικοί γνωστοί μου από τα παλιά, όλοι Σπαρτιατες και όλοι ανθιστάμενοι με κάθε μέσο στην πολιτισμική παρακμή της γενέτειράς μας -αυτής που το φιλόμουσο κοινό της κατάφερε με την συμπεριφορά του προ μηνών να κάνει τον Παύλο Παυλίδη να ακούει για Σπάρτη και να φτύνει τον κόρφο του. Για το ότι επέλεξε έναν χώρο, ο οποίος αν και φαντάζει ελαφρώς γερασμένος και παρατημένος -εγώ προσωπικά δεν μπορώ να εντοπίσω ούτε μία διαφορά σε σχέση με το 1999 όταν και πρωτοπάτησα εκεί-, συνεχίζει να έχει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα προγράμματα και μάλιστα σε σχεδόν καθημερινή βάση. 
Στο προκείμενο τώρα. Τέσσερις καταπληκτικοί μουσικοί, ο Μιχάλης Τσαντίλας στη φωνή, τα πλήκτρα και την κιθάρα, ο Χρήστος Σπυράκης στην κιθάρα και τη μουσική επιμέλεια του εγχειρήματος, ο Γιάννης Δαμιανός στο μπάσο και ο Ιάσωνας -χρωστάω ακόμα στον πατέρα του ένα πεταλάκι κιθάρας- Κυριακόπουλος στα τύμπανα. Ένα εξαιρετικά εκτελεσμένο, φωτεινό σετ διάρκειας περίπου δύο ωρών (ίσως και κάτι παραπάνω) με τα τραγούδια του δίσκου του, αλλά και διασκευές σε γνωστά ελληνικά και ξένα τραγούδια. Κορυφαίες στιγμές αυτά που ήδη έχω ξεχωρίσει και αγαπώ από το δίσκο (Τι κι αν, Αρχάγγελος, Μια σκιά, Forgive Me, Take Me Away) καθώς και η πολύ γεμάτη εκτέλεση στη Δεύτερη Ευκαιρία και από τις διασκευές η "κιθάρα-φωνή" ερμηνεία του όλο και πιο επίκαιρου πανουσιακού Είμαι Γυφτάκι, το Αερικό του Θανάση Παπακωνσταντίνου (κομψοτέχνημα το σόλο του Σπυράκη) και το Come Together των Beatles με το jamming στο φινάλε. Επειδή ο λαός απαιτούσε κι άλλο, ο καλλιτέχνης, μας αποζημίωσε με δύο ακόμη τραγούδια, ένα των Beatles κι ένα του Φοίβου Δεληβοριά.
Δεν έχω κάτι άλλο να γράψω, παρά μόνο τούτο. Δε νομίζω ότι κανείς έφυγε από το Alavastron με σκιές στο μυαλό. Τα περάσαμε όμορφα, πραγματικά όμορφα. Και εις άλλα με υγεία.


Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Φοβού

Να φοβόμαστε το λευκό το χιόνι, μην παγώσουμε... 
Να φοβόμαστε τη δροσερή τη βροχή, μην βρεχτούμε...
Να φοβόμαστε τον ζεστό τον ήλιο, μην καούμε... 
Να φοβόμαστε να παίξουμε, μην μας πουν χασομέρηδες...
Να φοβόμαστε να απεργήσουμε, μην μας πουν τεμπέληδες...
Να φοβόμαστε να ανάψουμε το τζάκι, μην μολύνουμε... 
Να φοβόμαστε να γελάσουμε, μην μας πουν ανώριμους... 
Να φοβόμαστε να κλάψουμε, μην μας πουν αδύναμους... 
Να φοβόμαστε να φωνάξουμε, μην μας πουν απολίτιστους...
Να φοβόμαστε να διεκδικήσουμε, μην μας πουν συντεχνία...
Να φοβόμαστε να διαδηλώσουμε, μην δημιουργήσουμε κακή εντύπωση...
Να φοβόμαστε να κρίνουμε, ίνα μην κριθούμε...

Να φοβόμαστε γενικώς. Μέχρι παράλυσης.

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Το σκότωμα

Ανέβαινε την ανηφόρα ζαλωμένος ο μπαρμπα-Πότης. Τι μέρος του λόγου ήτανε; Αγωγιάτης ήτανε, από τον Μυστρά. Αριστερός ήτανε, κουμάντο στο Μυστρά τότε κάνανε οι Χίτες. Πριν και από τη μάχη του Μυστρά. Όπου τονε πετυχαίνανε, τονε βαρήγανε. είχε μάσει στυλιάρι σωρό. Πού τα ξέρω 'γω αυτά; Εγώ, αγαπητέ, γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα στο κάστρο του Μυστρά. Μέσα! Πλάι στα ξωκλήσσια! Εγώ είμαι γνήσια Μυστριώτισσα, όχι τάχαμου-τάχαμου. Άκου τώρα, γιατί έχω και δουλειές, έχω κατσαρόλα αφημένη στη φωτιά. Ανέβαινε και βαρυγκόμαγε ο μπαρμπα-Πότης για να βγει στη δημοσιά. Κατά που βγαίνει στο σκότωμα του Βλασσόπουλου -ξέρεις πού είναι, δεν ξέρεις; όχι δα!- κάνουν και πετάγονται μέσα από τους μπαξέδες κάτι γομάρια. Αμπέχονα, φυσεκλίκια, ντουφέκια, κει να δεις πράματα. "Τι 'σαι συ ρε;" του λένε. Τους κοιτάει με μάτια κουρασμένα ο μπαρμπα-Πότης, σκύβει και πέφτει στα γόνατα. "Βαρείτε", τους λέει. Τονε κοιτάνε τα γομάρια σαστισμένα, τονε ξαναρωτάει το πιο γομάρι απ' όλα. "Ρε τι 'σαι συ;" του γρυλίζει. Και λέει ο μπαρμπα-Πότης: "Ότι και να πω, με όποιους και να είμαι, ξύλο θα φάω. Οπότε, βαρείτε να τελειώνουμε". Και τον πελεκήσανε. Ξανά και ξανά. Κι έρχομαι εγώ και σε ρωτάω. Για το λόγο ποιόνε;

Η γιαγια εξιστορεί περιστατικά ανεκτίμητης αξίας από τα χωριά στους πρόποδες του Ταϋγέτου. Υπεύθυνος για την απόδοση ο εγγονός.

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

All we love we leave behind...

Λίγες μέρες πριν το γύρισμα του χρόνου, συνέλαβα εαυτόν να στέκει αποσβολωμένος με το άκουσμα του τελευταίου δίσκου των Converge. Αισθανόμενος λίγος, ανεπαρκής κι εκτός γνώριμων υδάτων ώστε να συντάξω ακόμη και δυο αράδες για αυτόν, ζήτησα από τον καρδιακό μου φίλο και φανατικό οπαδό των Converge Σάκη Γεροντίδη να γράψει αυτός μια κριτική. Μου πρόσφερε κάτι πολύ περισσότερο. Τον θαυμάζω -όπως μου αρέσει να θαυμάζω τους δικούς μου ανθρώπους- και τον ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Είναι ο δικός μου Kurt Ballou. Είναι αδερφός. Χρόνια καλά σε όλους. 

Με πολλή χαρά (απο)δέχθηκα την 28η Δεκεμβρίου 2012 την πρόταση του φίλου μου Κώστα, να γράψω μία παρουσίαση του νέου άλμπουμ των Converge, για να την αναρτήσει στο ιστολόγιό του. Η ιδέα έσκασε right on time, γιατί εδώ και μέρες είχα νιώσει την ανάγκη να εκφραστώ συγγραφικά σε ένα μη νομικό, προσωπικό κείμενο. Το bluesundertheredsun.blogspot.com, αποτέλεσε το ιδανικό περιβάλλον, γιατί είναι το ένα από τα (μόλις) δύο ιστολόγια που παρακολουθώ συστηματικά, εκ των οποίων δε το μόνο που ανανεώνεται / εμπλουτίζεται συχνά.  
Το ερώτημα που με απασχόλησε μετά την αυθόρμητη καταφατική απάντησή μου, είχε να κάνει με το ύφος που η παρουσίαση θα μπορούσε να λάβει. Θα παρουσιάζει τον δίσκο ως αντι-κείμενο ή υπο-κείμενο; Η απάντηση στηρίχθηκε σε δύο δεδομένα:
α) Στην επί χρόνια συναναστροφή μου με το χώρο της μουσικής δημοσιογραφίας, που με έπεισε ότι σχεδόν κανείς δε γράφει για τη μουσική χάριν της μουσικής, αλλά για να καλύψει άλλες ανάγκες, άλλοτε του «γίγνεσθαι» ή του «είναι», και άλλοτε του «φαίνεσθαι».
β) Στο ότι η πολυσυλλεκτικότητα του ιστολογίου, ως διαδικτυακός αντικατοπτρισμός «του πνεύματος της οδού Θερμοπυλών», επιτρέπει, αν δεν επιβάλλει, το να γράφεις όχι μόνο ό,τι θες, αλλά όπως το θες.
Κατόπιν αυτών, και ξεκινώντας, σας λέω ότι δε θα γράψω πως ακούγεται ο νέος δίσκος των Converge, αλλά πως ακούω τον νέο δίσκο των Converge. Δε θα αναφερθώ στο σύνολο της μουσικής, εικαστικής και στιχουργικής δημιουργίας ως αισθητικό αποτέλεσμα. Αλλά στο κράμα εμπειριών που θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει στον ακροατή, ώστε το άλμπουμ να του μιλήσει, όσο και όπως μίλησε σε εμένα.
Για τις ανάγκες της (κατά το δυνατόν συνοπτικής) παρουσίασης και μόνο, οι υποψήφιοι ακροατές χωρίζονται σε δύο ανθρωποτύπους, τα ειδοποιά χαρακτηριστικά των οποίων αντιπαραβάλλονται.
Έτσι υπάρχουν:
Εκείνοι που πήγαιναν σχολείο με το σχολικό, και εκείνοι που πήγαιναν πεζή με την παρέα τους, ακόμη και όταν έβρεχε.
Εκείνοι που έπαιξαν για πρώτη φορά αθλήματα στα γήπεδα αθλητικών συλλόγων, και εκείνοι που «έστησαν» τέρματα στις αλάνες και καλάθια στα περβάζια παραθύρων.
Εκείνοι που διάβασαν λογοτεχνία για να προετοιμαστούν για τη μελλοντική ζωή, και εκείνοι που διάβασαν για να εξηγήσουν την ενεστώσα ζωή.
Εκείνοι που έριξαν/έφαγαν για πρώτη φορά μπουνιά σε videogame, και εκείνοι που την έριξαν, την έφαγαν, και το πιο ανατριχιαστικό, την άκουσαν για πρώτη φορά στο δρόμο.
Εκείνοι που μπήκαν στο πανεπιστήμιο για να βρουν μια δουλειά, και εκείνοι που μπήκαν γιατί διερευνούσαν έναν ακόμη πιθανό τρόπο έκφρασης/εξέλιξης.
Εκείνοι που ενδόμυχα νιώθουν οικεία με την περσόνα του Christian Bale στο American Psycho, και εκείνοι που, αν και ενδεχόμενα το ίδιο «επιτυχημένοι», καίνε τις δάφνες (της ματαιότητας) του κοινωνικού στάτους, και βρίσκουν περισσότερο από τον εαυτό τους στο ‘A bout de souffle.
Εκείνοι που αν και κορίτσια και αγόρια, υποδύονται τις γυναίκες και τους άνδρες, και εκείνοι που αν και γυναίκες και άνδρες, υποδύονται τα κορίτσια και τα αγόρια, γιατί αντιμάχονται στην παιδικότητα, την υπαρξιακή μοναξιά της ενηλικότητας...
Οι πρώτοι, θα τα καταφέρουν στη ζωή τους. Οι δεύτεροι, θα ζήσουν τη ζωή τους. Θα πληγωθούν, θα πληγώσουν, θα πληγωθούν.
Οι πρώτοι, θα «εκτιμήσουν» το “All we love we leave behind”, και θα καταναλώσουν, όπως το οτιδήποτε, έτσι και αυτό. Οι δεύτεροι, θα το αγαπήσουν. Και θα ζήσουν με αυτό.
Γιατί έχει τα όλα τα φάρμακα της Τέχνης, που «κάμνουνε – για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή».