Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

O JJ Cale στο πάρκο της Ευαγγελίστριας

Με αφορμή την ανάγνωση της είδησης του θανάτου του JJ Cale, είπα να τινάξω από πάνω μου έστω ένα μικρό μέρος από τη σκόνη που με έχει πλακώσει και κάνει το ιστολόγιο να φαντάζει πιο εγκαταλειμμένο και από τη Νέα Ορλεάνη μετά το πέρασμα του τυφώνα Κατρίνα και να γράψω δυο γραμμές. Δε σκοπεύω να ξεσκουριάσω με επικήδειους για τον συμπαθέστατο Cale. Δεν ήμουν ποτέ ειδήμων της μουσικής του, αν και συναντιόμασταν συχνά-πυκνά, είτε στους δίσκους του λατρευτού μου Slowhand, είτε σε αυτούς των Lynyrd Skynyrd, είτε τέλος όταν η αρμάδα των Mule επέλεγαν να διασκευάσουν το προσωπικό αγαπημένο Cajun Moon. Πέραν αυτών όμως, ο μακαριστός είναι καταδικασμένος να μου στοιχειώνει τη μνήμη για έναν άλλο, άκρως λακωνικό λόγο. 
Πρέπει να ήταν πριν καμιά δεκαριά χρόνια, καλοκαίρι, όταν για να σκοτώσω αυτές τις μίζερες πρώτες βραδινές ώρες μέχρι να αρχίσω να πίνω μπύρες χωρίς τον κίνδυνο η αδυσώπητη κοινωνία να με  χαρακτηρίσει μπεκρή, κατέληξα με έναν καλό φίλο στο πάρκο της μητρόπολης, το οποίο είχε παραχωρηθεί σε τοπικό ωδείο για να παρουσιάσουν εκεί οι σπουδαστές του την καλοκαιρινή τους γιορτή. Δεν πίστευα σε τίποτα, δεν ήλπιζα σε τίποτα από το σόου, ήμουν ελεύθερος. Είχα γνώση του τι σημαίνει γιορτή ωδείου στην επαρχία. Απλά πετάμε στο πάλκο τα πιτσιρίκια να παίξουν ότι τα φωτίσει ο θεός Απόλλωνας και να τα αποθεώσουν από κάτω μανάδες, πατεράδες, θειάδες, παππούδες και γιαγιάδες ωσάν να άκουγαν τον Marcus Roberts. Παρόλα αυτά, το πάρκο ήταν -και είναι πολύ- όμορφο με ένα μάλλον πεύκο -είμαι τραγικά ανεπαρκής στο να αναγνωρίσω στοιχειώδεις φιγούρες της εγχώριας χλωρίδας- να δεσπόζει, το οποίο ταλαιπωρείται συστηματικά επί έτη στολιζόμενο με χρωματιστά πανηγυριώτικα λαμπιόνια μεγέθους όσο και το κεφάλι μου, ανεξαρτήτως περίστασης. Απορώ που γράφω καλά λόγια για τον εν λόγω χώρο, καθώς λίγα χρόνια πριν από το δρώμενο που περιγράφω, εκεί είχε λάβει χώρα το μουσικό βατερλό εμού και αδερφικών μου φίλων, σε μια ανεκδιήγητη συναυλία με πολύ παρασκήνιο και ακόμα περισσότερο γέλιο. Περασμένα ξεχασμένα, καλή καρδιά και πάμε παρακάτω. Εκεί λοιπόν που εμείς σκοτώναμε την ώρα μας και οι μικροί μας φίλοι έστηναν στο απόσπασμα το αφαν γκατέ της παγκόσμιας μουσικής, ο ολίγον φαφλατάς υπεύθυνος της σχολής ανακοίνωσε με καμάρι που όμοιό του δε θα είχε ούτε αν παρουσίαζε τους Allman Brothers, ότι θα ακολουθούσε η ροκ μπάντα της σχολής. Συνέχισε λέγοντας ότι το εναρκτήριο τραγούδι του προγράμματος θα ήταν το γνωστό και μη εξαιρετέο Cocaine του JJ Cale. Όλα καλά ως εδώ. Εύκολο κομματάκι, σκέφτηκα, καλή επιλογή για αναδυόμενους ροκ αστέρες. Ποιος μπλέκει τώρα καλοκαιριάτικα με Hendrix και άλλα άκρως απαιτητικά ακούσματα. "Όμως" αναφωνεί ο υπεύθυνος, αποσπώντας μου την προσοχή από την καταδικασμένη σε ήττα μάχη μου με τα κουνούπια, "επειδή σκοπός της σχολής δεν είναι να προσφέρει απλά μουσικές γνώσεις αλλά και να διαπαιδαγωγεί συνάμα, θα τροποποιήσουμε τους στίχους και στη θέση του σατανικού ναρκωτικού Cocaine, θα αναφωνούμε όλοι μαζί So pray". Κοιταζόμαστε με τον κολλητό, ξαναστρέφουμε το βλέμμα προς τη σκηνή περιμένοντας να ακούσουμε κάτι σαν "έλα ρε μαλάκες, πλάκα έκανα", αλλά μάταια. Η μπάντα είχε αρχίσει να εκτελεί ποικιλοτρόπως το κομμάτι και όπως κυλούσαν τα μέτρα και φτάναμε στο σημείο που ο τραγουδιστής θα καλείτο να θάψει την κοκαΐνη κάτω από προσευχές υπό το βλέμμα πάντα της οικοδέσποινας Ευαγγελίστριας, ένιωθα σαν να πηγαίνω καρφί σε μαντρότοιχο χωρίς φρένα. Οι προσευχές μου δεν εισακούστηκαν, έπαιζα άλλωστε εκτός έδρας -και σε τι έδρα, κανονικό Μπερναμπέου- και τελικά το άσμα του Cale μεταμορφώθηκε με ελάχιστη προσπάθεια και σπαρτιατικώ τω τρόπω σε ορθόδοξο ύμνο. Και πέρασαν αυτοί καλά κι εγώ χειρότερα, καθώς κλήθηκα να ανταπεξέλθω στο χτύπημα με υπέρμετρη κατανάλωση ζύθου με όλα τα δεινά που αυτός προκαλεί σε ουροποιητικό και νευρικό σύστημα. Μια απορία μόνο έχω εδώ και τόσα χρόνια αναπάντητη. Αφού ρε άνθρωπε ήθελες να ευχαριστήσεις τον ορθόδοξο μουλά για την παραχώρηση του πάρκου ή δεν ξέρω κι εγώ για ποιον άλλο λόγο, έπρεπε να διαλέξεις το Cocaine για τη ροκ ενότητα της βραδιάς; Τόσα γκόσπελ υπάρχουν που υμνούν το μεγαλοδύναμο, χάθηκε να βρεις ένα απ' αυτά; Τι σου λέω τώρα θα μου πεις. Εσύ είσαι ικανός να τροποποιήσεις και το Mr. Crowley και να το φέρεις σε χριστιανικό mood. Ρε μπας και ήταν κάπου εκεί κοντά ο Σαββόπουλος και εμπνεύστηκε όλες αυτά τα αίσχη τα χρόνια που ακολούθησαν; 
Όπως και να έχει, Mr. Cale, thanks for the memories...!

Τον Νίκο Μαμαγκάκη τον έμαθα πρώτη φορά με αφορμή το θάνατό του πριν από λίγες ημέρες, αλλά πρόλαβα ήδη να αγαπήσω μια φράση του: «Η ζωή δεν είναι μόνο καθωσπρεπισμός. Είναι απ' όλα, είναι και χυδαιότητα. Φτάνει να είναι στη σωστή δόση. Αυτό είναι νομίζω το ζητούμενο της ζωής. Αν δεν το παραδεχτείς, είσαι καταδικασμένος»       

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Τριπλέτα

Μόνο για την ελληνική τζαζ πρέπει να έχει ξεκινήσει ευοίωνα το έτος. Και πώς να είναι διαφορετικά όταν πλέον οι ζωντανές εμφανίσεις σπουδαίων σχημάτων υποστηρίζονται και από δισκογραφικές κυκλοφορίες που σέβονται τόσο τους καλλιτέχνες όσο και το ακροατήριο. Ακολουθούν τρεις από αυτές, χωρίς σε καμιά περίπτωση να είναι και οι μοναδικές, αφού υπάρχουν κι άλλες, όπως για παράδειγμα αυτή του Χάρη Λαμπράκη, που έχω στο πρόγραμμα να ακούσω κάποια στιγμή. Το ότι δύο από τους δίσκους που ακολουθούν είναι βασισμένοι σε διασκευές μουσικών που δεν ανήκαν στη τζαζ, ουδόλως μειώνει την αξία τους από τη στιγμή που υπηρετείται στο έπακρο το βασικό πρόσταγμα του είδους που δεν είναι άλλο από τον αυτοσχεδιασμό. Καλή απόλαυση!

Andreas Polyzogopoulos - Heart Of The Sun (The Music Of Pink Floyd)
Πριν ξεκινήσω να γράφω για τον δίσκο του Πολυζωγόπουλου, έκανα μια επίσκεψη στο site του για να διαπιστώσω ξανά ότι όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, τον Ανδρέα θα βρεις από κάτω να παίζει την τρομπέτα του, είτε σε δίσκους καλλιτεχνών εγνωσμένης αξίας (όπως το εξαιρετικό Global Vision του Τρανταλίδη, το Στην Κοιλιά του Κήτους των Mode Plagal ή στα άλμπουμ του Θανάση Παπακωνσταντίνου) είτε σε αυτούς νεότερων καλλιτεχνών (όπως το πολύ καλό Black Mamba του φλαουτίστα Λεωνίδα Σαραντόπουλου, το οποίο διατίθεται εδώ). Το Heart Of The Sun είναι για τον Πολυζωγόπουλο η δεύτερη προσωπική δισκογραφική δουλειά αν κανείς συνυπολογίσει και τον δίσκο των Poly Quartet, ένα είδος τάματος, όπως ο ίδιος γράφει στο εσώφυλλο του δίσκου, απέναντι στο αγαπημένο του συγκρότημα και τη ροκ πλευρά του εαυτού του. Συνεπικουρούμενος από τους Κωστή Χριστοδούλου στα πολλών ειδών πλήκτρα, Βασίλη Στεφανόπουλο στο μπάσο και Srdjan Ivanovic στα τύμπανα, ο Πολυζωγόπουλος διαλέγει τραγούδια που αποτέλεσαν ορόσημο για τους Floyd, όλα γνωστά στους περισσότερους ίσως πλην του ψυχεδελικού ύμνου της πρώιμης περιόδου τους, το Set The Controls For The Heart Of The Sun. Ο Πολυζωγόπουλος διαλέγει να σεβαστεί σχεδόν μέχρι κεραίας τις βασικές μελωδίες κάθε τραγουδιού, τις οποίες εκτελεί κατά κανόνα ο ίδιος με τον ήχο της τρομπέτας συχνά παραμορφωμένο από ποικίλα εντυπωσιακά εφέ, πάνω σε ένα χαλί που του στρώνουν οι υπόλοιποι και χαρακτηρίζεται από το αρραγές ρυθμικό μέρος των Στεφανόπουλου και Ivanovic, με τον τελευταίο να επιφυλλάσσει ορισμένα εξαιρετικά παιξίματα στα Time, Have A Cigar, Another Brick In The Wall και Money και τον Χριστοδούλου να απλώνει τα ηχητικά του πλοκάμια σχεδόν σε κάθε δευτερόλεπτο του δίσκου, είτε επιλέγοντας να απογειώσει με το Rhodes το riff του Have A Cigar, είτε αποδίδοντας φόρο τιμής με τα αναλογικά εφέ του στην ψυχεδελική πλευρά του συγκροτήματος, την οποία -εγγυημένα σας το γράφω- γνωρίζει όσο λίγοι. Μεγάλα solo για τον τρομπετίστα στα One Of My Turns, Set The Controls, Another Brick In The Wall και όρισμένα ερωτήματα να πλανώνται φευγαλέα στο κεφάλι μου. Μήπως σε ορισμένα σημεία ο Πολυζωγόπουλος έδειξε υπερβολικό σεβασμό στο έργο των Pink Floyd; Μήπως μας έπαιρνε και για κάποια άλλα, λιγότερα προβεβλημένα, τραγούδια; Ερωτήματα όμως που θα μείνουν τέτοια και που δεν αλλοιώνουν στο ελάχιστο την ουσία, ότι δηλαδή πρόκειται για ένα σπουδαίο δίσκο.

The Next Step Quintet
Δεν ξέρω σε ποια κατάσταση βρίσκεται η Μουσική Ακαδημία της Κέρκυρας, δεδομένης της πλουσιοπάροχης υποστήριξης της κυβέρνησης στα ακαδημαϊκά ιδρύματα, αλλά ξέρω τούτο. Μπορεί να αισθάνεται περήφανη που τέσσερις μαθητές της αποτελούν την ψυχή αυτού του σχήματος. Μάνος, Ποδαράς, Κότσιφας και Παπαδόπουλος σε μπάσο, τύμπανα, κιθάρα και πιάνο βρήκαν κι έδεσαν με τον Τσουκαλά στο σαξόφωνο και ιδού το πρώτο τους δισκογραφικό πόνημα, το οποίο περιλαμβάνει εννέα συνθέσεις με επιρροές που ποικίλλουν ανάμεσα σε θέματα που φέρνουν στο μυαλό τον McCoy Tyner και σε άλλα που παραπέμπουν άμεσα ή έμμεσα στην τεράστια κληρονομιά του Esjborn Svensson. Μεγάλο κατόρθωμα της μπάντας η ισορροπία που επιτυγχάνεται ανάμεσα στα τρία σολιστικά όργανα (πιάνο, σαξόφωνο και κιθάρα). Ογκόλιθος ο άρτι ολοκληρώσας επιτυχώς τη θητεία του στο μεγάλο σχολείο των Baby Trio του Κοντραφούρη ο Ποδαράς, λυρικός στο πιάνο ο Παπαδόπουλος, εκρηκτικός και συχνά παραπέμπων στον Jonathan Kreisberg ο Κότσυφας, στιβαρός ο Μάνος, πλούσια η φρασεολογία του Τσουκαλά. Προσωπικά αγαπημένα τα Regression, Insomnia, The Urchin, Esbjorn και Obsession (σχεδόν ολόκληρος ο δίσκος δηλαδή). Να σημειώσω εδώ ότι τους Μάνο και Παπαδόπουλο μπορείτε να τους ακούσετε και με το τρίο του Αλέξανδρου Κτιστάκη.   

Dimitris Kalantzis Quintet and String Orchestra of Patras - Modes and Moods (Music by Mikis Theodorakis)

Αντιγράφω τις γραμμές του Δημήτρη Καλαντζή από το εσώφυλλο του δίσκου:
Τρόποι και διαθέσεις.
Κραυγή ελευθερίας και Προσευχή, Έρωτες και Πόλεμοι.
Έτσι έχει γράψει μέσα μου ο Μίκης Θεοδωράκης.
Η μουσική του στα αυτιά μου ακούγεται βυζαντινή.
Ισοκράτες, μουσικοί τρόποι, κατανυκτική διάθεση... Coltrane...
Κανείς δεν ξέρει τελικά, αν οι προσευχές των ανθρώπων βρίσκουν παραλήπτη, 
αλλά είναι βέβαιο πως κάπου συναντώνται μεταξύ τους. 
Ο Καλαντζής φαντάζεται και σχεδιάζει αυτό το αφιέρωμα στο έργο του Θεοδωράκη εν είδει διαλόγου του έργου του με αυτό του Coltrane, καθώς και στους δύο ο πιανίστας διακρίνει κοινό τόπο στην αναζήτησή τους με το δικό τους Θείο και Υπέρτατο, και όχι άδικα. Love Supreme ο ένας, Άξιον Εστί ο άλλος. Το κουιντέτο του παραμένει το ίδιο όπως και στο αφιέρωμα στον Χατζηδάκι με τον ίδιο στο πιάνο, Πατερέλη στο άλτο σαξόφωνο, Πολυζωγόπουλο στην τρομπέτα, Κτιστάκη στα τύμπανα και Γεωργιάδη στο μπάσο. Στη θέση της Καμεράτας βρίσκεται αυτή τη φορά η Ορχήστρα Πατρών την οποία διευθύνει ο Μίλτος Λογιάδης ενώ το score για αυτή έχει γράψει ο Γιάννης Αντωνόπουλος. Τα περισσότερα εύσημα για την έμπνευση του έργου ασφαλώς και έχουν ως αποδέκτη τον Καλαντζή, αλλά επιτρέψτε μου να πιστεύω ότι αυτός που υλοποιεί ουσιαστικά τη ζεύξη που είχε στο μυαλό του ο μαέστρος, είναι ο Πατερέλης. Όντας σε μια αέναη δαιμονιώδη φόρμα, είτε ηχογραφεί είτε παίζει ζωντανά (τον άκουσα πριν περίπου ένα μήνα και χάζεψα για ακόμη μια φορά), ο Πατερέλης εκμεταλλεύεται τον άπλετο χώρο που γεναιόδωρα του παραχωρεί ο Καλαντζής και φροντίζει να συστήνει τον John στον Μίκη, τοσο τον Coltrane του Blue Train όσο και αυτόν του Africa ή του Live At Birdland. Ακούστε τον στην Όμορφη Πόλη, στο Την Πόρτα Ανοίγω Το Βράδυ  ή στο Της Αγάπης Αίματα και νομίζω θα συμφωνήσετε. Σπουδαίος ο ρόλος της ορχήστρας στα περισσότερα κομμάτια, αυτοσχεδιαστική μαγεία στα τελευταία λεπτά του Γελαστού Παιδιού από τους Καλαντζή, Πολυζωγόπουλο, Κτιστάκη και Γεωργιάδη, hardbop όργια από τους πνευστούς και το πιάνο στο Του Μικρού Βοριά. Από τα καλύτερα φινάλε δίσκου η Άρνηση, με το λιτό παίξιμο του Καλαντζή και την τρομπέτα του Πολυζωγόπουλου να σου απαγγέλλει Σεφέρη.

Στο περιγιάλι το κρυφό,
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.    

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της
Ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή .

Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Υπέροχο, γυαλιστερό μαύρο

Έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχουν ευτυχέστεροι ακροατές και φίλοι της μουσικής τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια από αυτούς που αγαπούν τη μαύρη μουσική, την αφροαμερικανική μουσική ή όπως θέλετε πείτε το, ώστε να μη σας κυνηγούν οι λάτρεις του πολιτικά ορθού λόγου, χωρίς φυσικά να αναφέρομαι στο προβαλλόμενο και υποστηριζόμενο από μέσα τύπου MTV καχέκτυπο. Ανήκωντας κι εγώ στη χορεία των ευτυχών, παρακολουθώ με δέος την άνθηση ενός δικτύου με ρίζες από το hip hop και την παρακαταθήκη του Gil Scott Heron και των Public Enemy, τις μεγάλες φωνές της soul, το funk του Cinton και τη jazz, με όλα αυτά τα ιδιώματα και τους εκπροσώπους τους να βρίσκονται σε έναν συνεχή διάλογο και ανταλλαγή στοιχείων με αποτέλεσμα ένα εκρηκτικό μείγμα. Η πρώτη μου επαφή με το πολιτιστικό φαινόμενο ήταν εντελώς τυχαία και συνέβη περίπου πριν δέκα χρόνια, όταν συνεπαρμένος από ένα εξώφυλλο που απεικόνιζε τρεις τύπους να ατενίζουν μια μεγαλούπολη. Η πόλη αποδείχθηκε ότι ήταν η Φιλαδέλφεια και, ακριβώς επειδή ήταν μεγαλούπολη, δεν ήταν η Νέα Φιλαδέλφεια. Οι τρεις τύποι που αγνάντευαν τους ουρανοξύστες, όλοι άξια τέκνα της πόλης, ήταν απο αριστερά προς τα δεξιά ο πιανίστας Uri Caine, ο ντράμερ Ahmir "Questlove" Thompson και ο μπασίστας Christian McBride. Έπρεπε να περάσουν κάποια χρόνια για να συλλάβω πόσο προφητικός ήταν ο δίσκος για τη συνέχεια, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο μεν Questlove είναι ο ντράμερ των Roots, παραγωγός στους περισσότερους και καλύτερους δίσκους της neo soul και του hip hop και ιδρυτικό μέλος της κολεκτίβας στην οποία οφείλεται εν πολλοίς αυτή η αναγένννηση της αφροαμερικανικής μουσικής, των Soulquarians, ενώ ο McBride είναι απλά ο καλύτερος μπασίστας της jazz επι γης εδώ και χρόνια. Η μία δεξαμενή από όπου το κίνημα αντλεί έμπνευση είναι τα μέλη των Soulquarians, με προεξάρχουσες φυσιογνωμίες την Erykah Badu και τους Bilal, Questlove, D'Angelo, J Dilla, Mos Def και κάμποσους ακόμα. Ειδικής αναφοράς χρήζει το πολυεργαλείο-μπασίστας Ουαλικής καταγωγής που ακούει στο όνομα Pino Palladino,  πρωτευόντως ως συνεργός σε πλείστα μουσικά θαυμαστά εγκλήματα, από την ανάσταση της καριέρας του John Mayer μέχρι τα αριστουργήματα του Roy Hargrove με τους RH Factor και δευτερευόντως γιατί είναι λευκός σαν μπουγάδα της μαμάς. Για την ιστορία, πολλοί από τους δίσκους που προέκυψαν από τα μέλη της κολεκτίβας ηχογραφήθηκαν στα ιστορικά Elecric Lady Studios του Jimi Hendrix. Η δεύτερη δεξαμενή δεν είναι άλλη από μια εξαιρετική φουρνιά νέων μουσικών της jazz, που πραγματικά έχουν απογειώσει το είδος με το νεωτερισμό τους στον ήχο και τη σύνθεση. Δώστε βάση στην πενιά (τους): Roy Hargrove, Robert Glasper, Karriem Riggins, Thundercat, Jamire Williams, Chris Dave και βάλε, με τον Flying Lotus να κινείται εκεί κοντά στο δικό του θαυμαστό σύμπαν. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον με τη νέα γενιά των μουσικών της jazz είναι ότι τροφοδοτεί με τα παιδιά της τα σχήματα μουσικών κολοσσών του είδους ενισχύοντας έτσι τη συνέχεια της αφροαμερικανικής μουσικής και τους δεσμούς της με το ένδοξο παρελθόν. Έτσι, θα συναντήσετε τον Roy Hargrove στους πρόσφατους δίσκους του Sonny Rollins ή τον Jamire Williams στο εξαιρετικό περσινό The Healer του Dr. Lonnie Smith. Τρανά παραδείγματα της όσμωσης αποτελούν το ντεμπούτο της Badu ονόματι Baduizm, όπου φιλοξενούνται η τρομπέτα του Hargrove από τη νέα γενιά αλλά και οι ιστορικές φυσιογνωμίες των Ron Carter στο μπάσο και του Roy Ayers στο βιμπράφωνο αλλά και το περσινό πόνημα του Glasper όπου παρελαύνουν όλοι οι σπουδαίοι της neo soul. Παρεμφερείς ενδιαφέρουσες συναντήσεις συναντά κανείς στο Voodoo του D'Angelo ή στο Hard Groove του RH Factor.
Ανεξάρτητα από τις πιθανές ενστάσεις περί "καθαρότητας των ειδών", η σύγχρονη σκηνή της αφροαμερικανικής μουσικής φαίνεται να αποκαθιστά την πληγείσα εικόνα της μαύρης κοινότητας που για χρόνια οριζόταν από το δίπολο στην μία άκρη του οποίου έστεκε το γκέτο και στην άλλη η χλιδή και ο μάτσο σεξισμός. Ίσως αυτή η έκρηξη δημιουργικότητας να δημιουργεί ένα πιο πρόσφορο έδαφος για συζητήσεις όπως αυτές που άνοιξαν πρόσφατα σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης (τα σχετικά άρθρα εδώ κι εδώ) και αφορούσαν την μεροληπτική υποεκπροσώπηση έργων αφροαμερικανών μουσικών στο ρεπερτόριο συμφωνικών ορχηστρών στις Ηνωμένες Πολιτείες.      

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

...All of which are american dreams...

Τι μεσολάβησε από την αυθεντική εμφάνιση την 14η Ιουνίου του 2000 μέχρι το προ ημερών αξιοπρεπέστατο αφιέρωμα των Καπηλίδη, Βήχου, Φράγκου και Παπάζογλου; Ή μάλλον, τι μεσολάβησε από τις αρχές της δεκαετίας του '90, όταν η μαμά μου ανέβαινε στην Αθήνα και περνούσε από το ακμαίο τότε Μετρόπολις φέρουσα σκονάκι με τους δίσκους που όφειλε να προσκομίσει αμά τη επιστροφή της στην κοιμώμενη επαρχία, μεταξύ των οποίων δέσποζε αυτός που στο ασπρόμαυρο εξώφυλλο απεικόνιζε έναν μοναχό παραδομένο στις φλόγες, μέχρι και σήμερα; Τι έχω να θυμάμαι από αυτά τα περίπου είκοσι χρόνια, που δίχως άλλο κορυφώθηκαν τότε στην Πετρούπολη, σε ένα θέατρο που έβραζε τόσο που σχεδόν έλιωναν τα πέριξ νταμάρια; Τότε που για ενενήντα λεπτά βρεθήκαμε αιχμάλωτοι του πιο οργισμένου groove; Τότε που η ευρισκόμενη στο απόγειό της τετράδα επισκέφθηκε μια χώρα, της οποίας το κοινό έμελλε δεκατρία χρόνια μετά να έχει ανάγκη το κήρυγμά της περισσότερο από ποτέ, σίγουρα όχι για να το σώσει αλλά απλά και μόνο για να λυτρώσει την ψυχή του; Τι μεσολάβησε από τον σκυθρωπό και σεληνιασμένο νεαρό Zack De La Rocha του 1993 στον σαφώς πιο χαμογελαστό αλλά εξίσου σεληνιασμένο Zack De La Rocha του Battle of Britain το 2010, εκτός από την επί τα βελτίω αλλαγή στην κόμη; Με λίγα λόγια, τι γράφει ο έλεγχος των Rage Against The Machine εκτός από τις άκρως τιμητικές κατηγορίες για κακή διαγωγή;
Γράφει, λοιπόν, για έναν από τους πιο νεωτεριστές κιθαρίστες της τελευταίας εικοσαετίας. Κανείς, μα κανείς δεν παίζει κιθάρα σαν τον Morello. Δεν εννοώ καλύτερα ή χειρότερα. Μιλάω για τον τρόπο που χρησιμοποιεί το όργανο. Γράφει για έναν εκρηκτικό frontman, έναν οδοστρωτήρα επί σκηνής, έναν γλυκύτατο άνθρωπο κάτω από αυτή, που έμπαινε συχνά-πυκνά στο ρόλο του ρεπόρτερ για να πάρει συνέντευξη από τον Noam Chomsky ή από τους Ζαπατίστας, ή να διαμαρτυρηθεί για τα δικαιώματα των ιθαγενών, για ζητήματα δηλαδή τα οποία τύγχαναν ελάχιστης προβολής από τα αμερικανικά ΜΜΕ. Γράφει για ένα από τα πιο δεμένα και groovy rythm sections. Γράφει για κάποιες από τις πιο δαιμονιώδεις ζωντανές εμφανίσεις. Γράφει για τους πύρινους στίχους που έφτυνε με μίσος ο De La Rocha, χρησιμοποιώντας την αγγλική γλώσσα σε υψηλότατο επίπεδο, σε πείσμα όσων πιστεύουν ότι το τραγούδι διαμαρτυρίας περιορίζεται στα fuck και στα shit. Γράφει για έναν εκπληκτικό δίσκο με διασκευές, ο σκοπός του οποίου είναι να κοινωνήσει στο ακροατήριό τους όλους αυτούς που οι ίδιοι ένιωθαν ως καλλιτεχνικούς πατέρες τους, είτε αυτοί λέγονταν Dylan είτε MC5. Γράφει για ένα ιστορικό χτύπημα που έφεραν στη μουσική βιομηχανία και στον Simon Cowell το 2009 όταν η καμπάνια που οργάνωσαν θαυμαστές τους με σκοπό να εκθρονίσουν με το Killing In The Name την μπούρδα του X Factor από την κορυφή των χριστουγεννιάτικων charts στέφθηκε με επιτυχία. Αλλά βασικά γράφει για στιγμές σαν αυτή.


  
 Yes, I know my enemies They're the teachers who taught me to fight me, compromise, conformity, assimilation, submission, hypocrisy, brutality, the elite
All of which are American dreams

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Τα ντόνατς του J Dilla

Από μικρός θυμάμαι να μου άρεσαν τα κολάζ. Μου άρεσε να χαζεύω να ζευγαρώνουν μέσα τους ταιριαστά ή και αταίριαστα θέματα, μου άρεσε πώς συχνά έκλειναν πονηρά το μάτι στο κιτς. Είχα φτιάξει κι εγώ ένα δικό μου πάνω σε ένα μαύρο χαρτόνι, αφού είχα πετσοκόψει διάφορα καλλιτεχνικά ένθετα εφημεριδων, κόμικς ή περιοδικά για κιθάρες για να προκύψουν οι πρώτες ύλες της αρεσκείας μου. Το είχα ντύσει και με αυτοκόλλητο πλαστικό απ' αυτά που σου έντυνε η μαμά σου βιβλία και τετράδια κάθε Σεπτέμβρη για να κάνω τους ήρωές μου αλεξίσφαιρους και άτρωτους. Το αγαπούσα εκείνο το κολάζ παρά τις ατέλειές του για τις οποίες ευθυνόταν εν μέρει η ανικανότητα ενός αριστερόχειρα να κόψει με ψαλίδι για δεξιόχειρες -τις στραβοκομμένες φιγούρες και τις εγκλωβισμένες φυσαλίδες αέρα κάτω από το πλαστικό- και το πήρα μαζί μου όταν έφυγα από την τιμημένη Θερμοπυλών και ανέβηκα στην Αθήνα. Δεν το έχω πια, κάπου το δώρισα. Ευχή και κατάρα δίνω σε όποιον ή όποια το έχει να μην του κάνει κακό, είναι σπάνιο κειμήλιο της ελάχιστα καλλιτεχνικής πλευράς μου. Η εμμονή μου τροφοδοτήθηκε ακόμη περισσότερο όταν επισκέφτηκα πριν κάποια χρόνια το Παρίσι και τις ημέρες εκείνες το Pompidou φιλοξενούσε μια τεράστια έκθεση-αφιέρωμα στους DaDa. Εκεί να δεις κολάζ, εκεί να δεις οργισμένους καλλιτέχνες του Μεσοπολέμου να αποδομούν με ανίερο και χλευαστικό τρόπο την αστική κουλτούρα, να φτύνουν κατάμουτρα την μπελ επόκ και από τα συντρίμια του Μεγάλου Πολέμου να σκαρώνουν αριστουργήματα. Ούτε καν με πτόησε το γεγονός ότι, απ' όσους φίλους επισκέφτηκαν την έκθεση, μόνο εγώ ενθουσιάστηκα τόσο. Ούτε καν καταδέχτηκα να απαντήσω στις αιτιάσεις τους ότι το κολάζ δεν είναι τέχνη. Συγνώμη που βαριέμαι τα ιμπρεσιονιστικά ποταμάκια και νούφαρα, αλλά χέστηκα. Για μένα είναι και δεν ξέρω ποια καλή νεράιδα με έστειλε πάνω του, αλλά στο πρόσωπο του μακαρίτη J Dilla και ειδικά στο τελευταίο αριστούργημα της ζωής του με τίτλο Donuts, βρήκα το μουσικό ανάλογο της αγαπημένης μου τεχνοτροπίας. O J Dilla σέρβιρε τα τριανταένα λαχταριστά του ντόνατς σε ηλικία τριανταδύο ετών, λίγες μέρες μόνο πριν καταλήξει από επιπλοκές χρόνιας νόσου. Ο άνθρωπος που με τη δημιουργικότητά επανέφερε την τιμημένη πόλη του Ντιτρόιτ και πατρίδα της Motown ξανά στο προσκήνιο μετά από χρόνια για λόγους εντελώς διαφορετικούς από αυτούς με τους οποίους είχε ταυτιστεί για καιρό, όπως η ανεργία, οι κοινωνικές αναταραχές και η General Motors, ηχογράφησε το μεγαλύτερο μέρος του αριστουργήματος όντας κλινήρης και σωματικά εξαντλημένος μεν, με την εμπνευσή του στο ύψιστο δε. Από την πραγματικά αχανή δισκοθήκη του -την οποία μπορείτε να απολαύσετε εδώ- ανασύρει πραγματικά διαμάντια και τα χρησιμοποιεί σαν samples πάνω στα δικά του beats και μπασογραμμές. Παρελαύνουν χορεύοντας λοιπόν στο μοναδικό αυτό κολάζ ο Zappa με τον Shuggie Ottis, ο James Brown με τους Kool and The Gang, ο Stevie Wonder με τους Mountain στους ρυθμούς ενός τυπάκου που έχαιρε και χαίρει αναγνώρισης απο καλλιτέχνες ολόκληρου του μουσικού φάσματος που με το έργο του προσπάθησε να ενοποιήσει, από τη τζαζ μέχρι το χιπ χοπ. Γιατί η Μουσική είναι Μία. Και, όπως υπερθεματίζει και η φίλη του Erykah Badu στην αφιέρωση ενός πίνακα ζωγραφικής που του χάρισε: "Music Is Love, Ain't Nuthin Real But Love"


Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Άγγελος Εξάψαλμος

Ομολογώ ότι προ λίγων ημερών βρέθηκα αμήχανος μεταξύ διασταυρούμενων πυρών. Όχι ότι έλαβε χώρα κάποια επίσημη σύγκρουση, αλλά με αφορμή τις συναυλίες που έδωσε ο Διονύσης Σαββόπουλος στο Gagarin 205 πριν από περίπου δέκα ημέρες, ο μεν Δημήτρης Κανελλόπουλος ανέβασε μια σκληρή κριτική στο e-tetradio, ο δε Φοίβος Δεληβοριάς δημοσίευσε στην προσωπική του σελίδα άρθρο υπεράσπισης του καλλιτέχνη απέναντι στις απανταχού φωνές που τον κατέκριναν για άλλοτε άλλα ζητήματα, τόσο καλλιτεχνικά όσο και προσωπικών επιλογών. Καθώς εκτιμώ και τους δύο, τόσο τον Κανελλόπουλο ως δημοσιογράφο όσο βέβαια και τον Φοίβο ως τραγουδοποιό, με απασχόλησε το προς το πού έκλινε η δική μου τοποθέτηση απέναντι στον σπουδαίο Νιόνιο. Προκαταβολικά ενημερώνω ότι, παρά τις σημαντικές αλήθειες που κατά τη γνώμη μου περιλαμβάνονται και στα δύο κείμενα, με πίκρα και λύπη τοποθετούμαι στο πλευρό του Κανελλόπουλου. Και θα προσπαθήσω να το εξηγήσω όσο μπορώ. 
Καταρχήν να ξεκαθαρίσω ότι αν δεν εφημέρευα τις ημέρες εκείνες, ήταν πολύ πιθανό να πάω κι εγώ στο Gagarin. Για ποιον ακριβώς λόγο, δεν ξέρω. Ο καλός μου εαυτός θα πήγαινε με την ελπίδα να ξαναζήσει αυτό το ντελίριο χαράς και ανάτασης που είχε βιώσει πριν από δεκαπέντε και βάλε χρόνια, όταν ο Σαββόπουλος κυριολεκτικά ισοπέδωσε το αμφιθέατρο της Σπάρτης με μια εκπληκτική ορχήστρα όπου δέσποζε η φιγούρα του νεαρού τότε Πιερρακέα στις κιθάρες, σε ένα Διονυσιακό πανηγύρι άνευ προηγουμένου. Ο μικρός Κωστάκης έλιωνε εκείνα τα ωραία χρόνια τις κασέτες με τα πρώτα -και κορυφαία- πονήματα του Νιόνιου και το Περιβόλι του Τρελού όπως και ο Μπάλος είχαν ήδη αποκτήσει τη δική τους ξεχωριστή θέση στα all time αριστουργήματα απ' όλα τα είδη μουσικής. Ο κακός μου εαυτός, που προβάλλει και με μια σχετικά μεγαλύτερη ευχέρεια, θα πήγαινε για να διαπιστώσει ιδιοις όμμασι αν το καλλιτεχνικό κενό που χαρακτηρίζει την παρουσία του Σαββόπουλου τα τελευταία χρόνια θα μπορούσε να ανατραπεί έστω για ένα βράδυ, όταν θα βρισκόταν επί σκηνής με σπουδαίους μουσικούς (Κιουρτσόγλου, Καρίπης, Πλακίδης) και σπουδαία τραγούδια. Δυστυχώς δεν πήγα, αλλά μάλλον δε θα άλλαζε και κάτι στην προσέγγισή μου απέναντί του. 
Με αφορμή παντως τη συναυλία, ο Κανελλόπουλος περνά τον Νιόνιο γενιές δεκατέσσερις, διαπιστώνοντας πέραν μιας αναιμικής σκηνικής παρουσίας και -ίσως αυθαίρετα- μια δυσφορία του τραγουδοποιού να υποστηρίξει μνημειώδη και βαρυσήμαντα τραγούδια του που έρχονται πλέον σε ευθεία σύγκρουση με τις απόψεις που διατυμπανίζει ο Σαββόπουλος τα τελευταία τουλάχιστον δέκα χρόνια, με αυτή την τελευταία διαπίστωση να μην είναι καθόλου, μα καθόλου αυθαίρετη. Από την άλλη ο Δεληβοριάς καλεί το ακροατήριο να μην εξετάζει το σαββοπουλικό έργο σε ζεύξη με την πολιτική υπόσταση του τραγουδοποιού, καθότι αυτό είναι "καθαρός βιασμός του πώς λειτουργεί το πνεύμα" και "κανένας αριστερός δεν θα έπρεπε να βλέπει ποτέ Χίτσκοκ ή να ακούει Βαμβακάρη και κανένας δεξιός ν’ ακούει Clash ή Θεοδωράκη" (ή εγώ να διαβάζω Ελρόυ). Ανεξάρτητα του αν τελικά ο καλλιτέχνης παύει να έχει την υποχρέωση να υποστηρίζει το έργο του για να έχει αυτό την πλήρη σημειολογία του ή αν το έργο μπορεί να επιτελέσει τον όποιο σκοπό του απελευθερωμένο από τα βαρίδια ή τη μετριότητα της λοιπής, πλην της καλλιτεχνικής, υπόστασης του δημιουργού του, ερώτημα στο οποίο παραδέχομαι ότι δεν μπορώ νηφάλια να απαντήσω, ο Δεληβοριάς νομίζω ότι κάνει κάποιο λάθος. Και το λάθος έγκειται στο ότι κανένας από τους καλλιτέχνες που χρησιμοποίησε ως παραδείγματα δεν καταπίεσαν τα έργα τους. Διαννοήθηκαν οι Clash να αλλάξουν τους στίχους στο London's Burning ή στο White Riot; Πέρασε ποτέ από το μυαλό του Jagger να ανακαλέσει το Street Fighting Man ως προπαγανδιστικό υπέρ της βίας, ακόμη και τώρα που συναναστρέφεται αποκλειστικά και μόνο με το διεθνές jet set; Αντιθέτως, ο Σαββόπουλος το έχει κάνει και μάλιστα κατ' επανάληψη. Στην πρόσφατη συναυλία του μετέτρεψε ως δια μαγείας τον χαφιέ σε μπαχαλάκη (κύριος οίδε ποιον καλλιτεχνικό σκοπό υπηρετούσε η αλλαγή αυτή), ενώ παλιότερα σε συναυλία-αφιέρωμα στο Χατζιδάκι φρόντισε να προσθέσει ένα "δεν" στους στίχους του Κεμάλ, κακοποιώντας τον καταληκτικό στίχο σε "με φωτιά και με μαχαίρι ο κόσμος δεν προχωρεί". Στην ουσία, δηλαδή, ο Σαββόπουλος κάνει αυτό ακριβώς που μας καλεί ο Δεληβοριάς να μην κάνουμε. Μπλέκει τη δική του πολιτική τοποθέτηση με το έργο τόσο το δικό του, όσο και άλλων καλλιτεχνών και το φέρνει στα δικά του μέτρα, δικαιώνοντας έτσι απόλυτα τον Κανελλόπουλο στην κριτική του. 
Πραγματικά όλα τα παραπάνω τα έγραψα με πόνο ψυχής. Είχα τον Σαββόπουλο βαθειά στην καρδιά μου, αλλά νομίζω ότι πλέον η σχέση μου με αυτόν -αλλά όχι με το έργο του- εχει πλήρως διαρραγεί. Και αυτό όχι τόσο γιατί νιώθω βαθιά προσβεβλημένος κάθε φορά που τον ακούω να υμνεί τη σημιτική οχταετία ή τη σημερινή συγκυβέρνηση, όσο γιατί την ασέβεια που δείχνει ο ίδιος απέναντι στην τεράστια παρακαταθήκη του. 
Αλλιώς κανένας αριστερός δεν θα έπρεπε να βλέπει ποτέ Χίτσκοκ ή να ακούει Βαμβακάρη και κανένας δεξιός ν’ ακούει Clash ή Θεοδωράκη - See more at: http://www.ogdoo.gr/portal/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=5992&Itemid=13#sthash.sR29b5Fe.dpuf Πηγή: www.ogdoo.gr

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Clive, Keep on Running to the Hills...

Επειδή στο προαιώνιο ερώτημα "Iron Maiden ή Metallica", η απάντησή μου είναι αναφανδόν υπέρ της Σιδηράς Παρθένας (μέχρι και σε ραδιοφωνικό διαγωνισμό του βυθισμένου Ατλαντίς FM έχω ψηφίσει σχετικά), επειδή δύσκολα θα υπάρξει έπος εφάμιλλο του Number Of The Beast στην ιστορία του rock 'n' roll, καθώς επίσης κι επειδή το drumming του Clive Burr στο album είναι πραγματικά αξεπέραστο, οφείλω να του ευχηθώ να συνεχίσει να τρέχει στους λόφους και να καλπάζει στα τύμπανα, απαλλαγμένος πλέον από τη σκλήρυνση κατά πλάκας, ακόμη και μετά θάνατον.


Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Οι Γερμανοί (ρόκερς) είναι φίλοι μας

Με χρονοκαθυστέρηση που θα ζήλευαν και τα χρηματοκιβώτια με τα κλεμμένα λάφυρα του χι Μπόμπολα και του ψι Κόκκαλη, επανέρχομαι με σκοπό όχι μόνο να μνημονεύσω κάτι το οποίο είχα κάμποσο να ζήσω, αλλά και να προσπαθήσω να αποκαταστήσω μια εν εξελίξει μουσική αδικία. Αυτό που είχα καιρό να ζήσω, δεν ήταν άλλο από μια κανονική ροκ συναυλία. Ροκ συναυλία με τα όλα της. Πήρα λοιπόν τον σχεδόν μόνιμο συναυλιακό μου παρτενέρ τα τελευταία δύο χρόνια και κίνησα για το Αν στη Σολωμού. Ήταν ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, για τον Ολυμπιακό που ταλαιπωρούσε τον πολυπληθή και συγκλονιστικό λαό του την ίδια ώρα στην Ισπανία ήταν μάλλον του Αγίου Βαρθολομαίου ή η Νύχτα των Κρυστάλλων -διαλέγετε και παίρνετε, και τα Εξάρχεια αντιστέκονταν σθεναρά στη γλυκανάλατη αηδία παραμένοντας λουσμένα στο γνωστό αρρωστιάρικο και λατρεμένο κίτρινο φως και στην εξίσου γνώριμη και οικεία υγρασία. Έξω από το Αν, το γνωστό συνοθύλευμα φρικιών, παλιοροκάδων και αδιάφορων σαν την αφεντιά μου και στη συνέχεια η συνήθης διαδικασία -μαρκάρισμα με σφραγίδα στο αντιβράχιο σαν αργεντίνικα μοσχάρια από τους πορτιέρηδες και κάθοδος στα άδυτα των αδύτων. Μπόλικος κόσμος για καθημερινή και με την επομένη να είναι εργάσιμη για τους λίγους που παρέμεναν εργαζόμενοι, βρήκαμε μια τρύπα και στριμώξαμε τα διόλου ευκαταφρόνητα κυβικά μας. Θα με συγχωρήσει το φιλότιμο σχήμα που άνοιγε το δρώμενο, αλλά δεν έδωσα μεγάλη σημασία στην εμφάνισή τους. Αντίθετα, όταν έσκασε η χρονοκάψουλα επί σκηνής και αποβιβάστηκαν οι Samsara Blues Experiment των τεσσάρων Βερολινέζων, καθήλωσα το βλέμμα σαν να έπαθα επιληψία. Το δίωρο σετ ήταν ότι ακριβώς περίμενα να ακούσω. Κολασμένα riffs, αναλογικά εφφέ στις κιθάρες, αντιραδιοφωνικά solo διάρκειας άνω των πέντε λεπτών έκαστο, σκόρπιοι στίχοι, μπύρες στο πλαστικό ποτήρι και στην κατακλείδα, όπως λένε και οι αγαπητοί παοκτζήδες, τα μυαλά μας πόνεσαν. Αποχωρήσαμε ευτυχείς και βαρήκοοι (ο συνοδοιπόρος από το αριστερό ους κι εγώ από το δεξί), κι εγώ τουλάχιστον βαθιά περήφανος που η παλιά μου γείτονιά έδειχνε να έχει ακόμα παλμό.
Και τώρα η αποκατάσταση της αδικίας...
Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. Ειδήμων της γερμανικής ροκ δεν είμαι, από την άλλη όμως έχουν υπάρξει κάποια συγκροτήματα που με έχουν σημαδέψει και οι Samsara Blues Experiment είναι το τρίτο κατά σειρά. Προηγήθηκαν αυτών σε πολύ νεαρή ηλικία οι Eloy, γνωστοί και μη εξαιρετέοι για το ψυχεδελικό ροκ που έπαιξαν τη δεκαετία του '70. Ένας επιπλέον λόγος που εξηγεί το δέσιμό μου με τους εν λόγω, είναι ότι τους άκουγα ασταμάτητα στο σουβλατζίδικο της γειτονιάς μου στη Σπάρτη -ίσως το καλύτερο στην κατηγορία του σε ολάκερο τον γαλαξία- καθώς ο αδερφός του ιδιοκτήτη και καλός φίλος γούσταρε να διπλώνει πιτόγυρα ακούγοντας Sabbath, Ozzy, Randy Rhodes και Eloy ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και πολύ πριν αυτό γίνει μόδα στην πρωτεύουσα. Πρώτοι όμως χρονικά και ιεραρχικά δεν παύουν να είναι οι Scoprions. Ναι, οι γνωστοί γραφικοί τη σήμερον Scorpions, αυτοί που εδώ και δέκα χρόνια κάνουν αποχαιρετιστήρια περιοδεία και σίγουρα έχουν παιξει στο καφενείο και του δικού σας χωριού. Αυτή όμως η εικόνα, που αντικατοπτρίζεται περίτρανα στα γραφικά ντουέτα τους με τον έτερο αποπεπτωκότα και αδικημένο ρόκερ Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο Φάληρο, τους αδικεί. Και τους αδικεί ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι έχουν εσχάτως προκύψει όψιμοι οπαδοί της ροκ, οι οποίοι μιλάνε για το συγκρότημα με άκρως απαξιωτικό τόνο. Χωρίς να θέλω να επιπλήξω κανέναν, οφείλω να καταθέσω τα εξής. Το ροκ που έπαιξαν οι Scorpions τις δεκαετίες του '70 και του '80, ήταν εκπληκτικής πάστας, ειδικά δε τα back to back Fly to The Rainbow και In Trance καθώς και το κολοσσιαίο live Tokyo Tapes έχουν ήδη μπει στο πάνθεον της ροκ. Με κινητήρια δύναμη έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες riff κι έναν τραγουδιστή με μοναδικό ηχόχρωμα, οι Scorpions έχουν υπάρξει αυτό που λέει και ο τίτλος ενός από τα χιτ τους. Δυναμίτες. Ειδικής μνείας αξίζει ένας σπουδαίος κιθαρίστας που πλαισίωνε την μπάντα στα ανωτέρω αριστουργήματα και δεν είναι άλλος από τον Uli Jon Roth, ένας πραγματικός Ευρωπαίος Hendrix. Αυτά για την αποκατάσταση της αδικίας που λέγαμε.

 

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Από τη Σπάρτη στο Παγκράτι

Η πρώτη εν Αθήναις συναυλία του φίλου Μιχάλη Τσαντίλα το προηγούμενο Σάββατο στο cafe Alavastron του Παγκρατίου, είχε χαρακτήρα πραγματικά μυσταγωγικό για πολλούς και διάφορους λόγους. Για το ότι είχα να τον ακούσω να παίζει ζωντανά μουσική και να τραγουδά από την προηγούμενη χιλιετία. Για το ότι αφορμή για την εμφάνισή του ήταν η κυκλοφορία του πρώτου του δίσκου. Για το ότι συνοδοιπόροι του επί σκηνής ήταν μουσικοί γνωστοί μου από τα παλιά, όλοι Σπαρτιατες και όλοι ανθιστάμενοι με κάθε μέσο στην πολιτισμική παρακμή της γενέτειράς μας -αυτής που το φιλόμουσο κοινό της κατάφερε με την συμπεριφορά του προ μηνών να κάνει τον Παύλο Παυλίδη να ακούει για Σπάρτη και να φτύνει τον κόρφο του. Για το ότι επέλεξε έναν χώρο, ο οποίος αν και φαντάζει ελαφρώς γερασμένος και παρατημένος -εγώ προσωπικά δεν μπορώ να εντοπίσω ούτε μία διαφορά σε σχέση με το 1999 όταν και πρωτοπάτησα εκεί-, συνεχίζει να έχει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα προγράμματα και μάλιστα σε σχεδόν καθημερινή βάση. 
Στο προκείμενο τώρα. Τέσσερις καταπληκτικοί μουσικοί, ο Μιχάλης Τσαντίλας στη φωνή, τα πλήκτρα και την κιθάρα, ο Χρήστος Σπυράκης στην κιθάρα και τη μουσική επιμέλεια του εγχειρήματος, ο Γιάννης Δαμιανός στο μπάσο και ο Ιάσωνας -χρωστάω ακόμα στον πατέρα του ένα πεταλάκι κιθάρας- Κυριακόπουλος στα τύμπανα. Ένα εξαιρετικά εκτελεσμένο, φωτεινό σετ διάρκειας περίπου δύο ωρών (ίσως και κάτι παραπάνω) με τα τραγούδια του δίσκου του, αλλά και διασκευές σε γνωστά ελληνικά και ξένα τραγούδια. Κορυφαίες στιγμές αυτά που ήδη έχω ξεχωρίσει και αγαπώ από το δίσκο (Τι κι αν, Αρχάγγελος, Μια σκιά, Forgive Me, Take Me Away) καθώς και η πολύ γεμάτη εκτέλεση στη Δεύτερη Ευκαιρία και από τις διασκευές η "κιθάρα-φωνή" ερμηνεία του όλο και πιο επίκαιρου πανουσιακού Είμαι Γυφτάκι, το Αερικό του Θανάση Παπακωνσταντίνου (κομψοτέχνημα το σόλο του Σπυράκη) και το Come Together των Beatles με το jamming στο φινάλε. Επειδή ο λαός απαιτούσε κι άλλο, ο καλλιτέχνης, μας αποζημίωσε με δύο ακόμη τραγούδια, ένα των Beatles κι ένα του Φοίβου Δεληβοριά.
Δεν έχω κάτι άλλο να γράψω, παρά μόνο τούτο. Δε νομίζω ότι κανείς έφυγε από το Alavastron με σκιές στο μυαλό. Τα περάσαμε όμορφα, πραγματικά όμορφα. Και εις άλλα με υγεία.


Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

All we love we leave behind...

Λίγες μέρες πριν το γύρισμα του χρόνου, συνέλαβα εαυτόν να στέκει αποσβολωμένος με το άκουσμα του τελευταίου δίσκου των Converge. Αισθανόμενος λίγος, ανεπαρκής κι εκτός γνώριμων υδάτων ώστε να συντάξω ακόμη και δυο αράδες για αυτόν, ζήτησα από τον καρδιακό μου φίλο και φανατικό οπαδό των Converge Σάκη Γεροντίδη να γράψει αυτός μια κριτική. Μου πρόσφερε κάτι πολύ περισσότερο. Τον θαυμάζω -όπως μου αρέσει να θαυμάζω τους δικούς μου ανθρώπους- και τον ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Είναι ο δικός μου Kurt Ballou. Είναι αδερφός. Χρόνια καλά σε όλους. 

Με πολλή χαρά (απο)δέχθηκα την 28η Δεκεμβρίου 2012 την πρόταση του φίλου μου Κώστα, να γράψω μία παρουσίαση του νέου άλμπουμ των Converge, για να την αναρτήσει στο ιστολόγιό του. Η ιδέα έσκασε right on time, γιατί εδώ και μέρες είχα νιώσει την ανάγκη να εκφραστώ συγγραφικά σε ένα μη νομικό, προσωπικό κείμενο. Το bluesundertheredsun.blogspot.com, αποτέλεσε το ιδανικό περιβάλλον, γιατί είναι το ένα από τα (μόλις) δύο ιστολόγια που παρακολουθώ συστηματικά, εκ των οποίων δε το μόνο που ανανεώνεται / εμπλουτίζεται συχνά.  
Το ερώτημα που με απασχόλησε μετά την αυθόρμητη καταφατική απάντησή μου, είχε να κάνει με το ύφος που η παρουσίαση θα μπορούσε να λάβει. Θα παρουσιάζει τον δίσκο ως αντι-κείμενο ή υπο-κείμενο; Η απάντηση στηρίχθηκε σε δύο δεδομένα:
α) Στην επί χρόνια συναναστροφή μου με το χώρο της μουσικής δημοσιογραφίας, που με έπεισε ότι σχεδόν κανείς δε γράφει για τη μουσική χάριν της μουσικής, αλλά για να καλύψει άλλες ανάγκες, άλλοτε του «γίγνεσθαι» ή του «είναι», και άλλοτε του «φαίνεσθαι».
β) Στο ότι η πολυσυλλεκτικότητα του ιστολογίου, ως διαδικτυακός αντικατοπτρισμός «του πνεύματος της οδού Θερμοπυλών», επιτρέπει, αν δεν επιβάλλει, το να γράφεις όχι μόνο ό,τι θες, αλλά όπως το θες.
Κατόπιν αυτών, και ξεκινώντας, σας λέω ότι δε θα γράψω πως ακούγεται ο νέος δίσκος των Converge, αλλά πως ακούω τον νέο δίσκο των Converge. Δε θα αναφερθώ στο σύνολο της μουσικής, εικαστικής και στιχουργικής δημιουργίας ως αισθητικό αποτέλεσμα. Αλλά στο κράμα εμπειριών που θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει στον ακροατή, ώστε το άλμπουμ να του μιλήσει, όσο και όπως μίλησε σε εμένα.
Για τις ανάγκες της (κατά το δυνατόν συνοπτικής) παρουσίασης και μόνο, οι υποψήφιοι ακροατές χωρίζονται σε δύο ανθρωποτύπους, τα ειδοποιά χαρακτηριστικά των οποίων αντιπαραβάλλονται.
Έτσι υπάρχουν:
Εκείνοι που πήγαιναν σχολείο με το σχολικό, και εκείνοι που πήγαιναν πεζή με την παρέα τους, ακόμη και όταν έβρεχε.
Εκείνοι που έπαιξαν για πρώτη φορά αθλήματα στα γήπεδα αθλητικών συλλόγων, και εκείνοι που «έστησαν» τέρματα στις αλάνες και καλάθια στα περβάζια παραθύρων.
Εκείνοι που διάβασαν λογοτεχνία για να προετοιμαστούν για τη μελλοντική ζωή, και εκείνοι που διάβασαν για να εξηγήσουν την ενεστώσα ζωή.
Εκείνοι που έριξαν/έφαγαν για πρώτη φορά μπουνιά σε videogame, και εκείνοι που την έριξαν, την έφαγαν, και το πιο ανατριχιαστικό, την άκουσαν για πρώτη φορά στο δρόμο.
Εκείνοι που μπήκαν στο πανεπιστήμιο για να βρουν μια δουλειά, και εκείνοι που μπήκαν γιατί διερευνούσαν έναν ακόμη πιθανό τρόπο έκφρασης/εξέλιξης.
Εκείνοι που ενδόμυχα νιώθουν οικεία με την περσόνα του Christian Bale στο American Psycho, και εκείνοι που, αν και ενδεχόμενα το ίδιο «επιτυχημένοι», καίνε τις δάφνες (της ματαιότητας) του κοινωνικού στάτους, και βρίσκουν περισσότερο από τον εαυτό τους στο ‘A bout de souffle.
Εκείνοι που αν και κορίτσια και αγόρια, υποδύονται τις γυναίκες και τους άνδρες, και εκείνοι που αν και γυναίκες και άνδρες, υποδύονται τα κορίτσια και τα αγόρια, γιατί αντιμάχονται στην παιδικότητα, την υπαρξιακή μοναξιά της ενηλικότητας...
Οι πρώτοι, θα τα καταφέρουν στη ζωή τους. Οι δεύτεροι, θα ζήσουν τη ζωή τους. Θα πληγωθούν, θα πληγώσουν, θα πληγωθούν.
Οι πρώτοι, θα «εκτιμήσουν» το “All we love we leave behind”, και θα καταναλώσουν, όπως το οτιδήποτε, έτσι και αυτό. Οι δεύτεροι, θα το αγαπήσουν. Και θα ζήσουν με αυτό.
Γιατί έχει τα όλα τα φάρμακα της Τέχνης, που «κάμνουνε – για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή».
 

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Σκιά στο μυαλό

Θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν, ενώ έχω αραδιάσει μέσα στη χρονιά κάποιες δεκάδες δίσκων, να μην έγραφα δυο λόγια για αυτόν. Σας διαβεβαιώ ότι δεν είναι παράλειψη. Απλά ήθελα να είναι τελευταίος και καλύτερος, να φύγει αυτή η χρονιά με τη γλυκιά γεύση και τη συγκίνηση που ένιωσα όταν για πρώτη φορά άκουσα το δίσκο "Σκιά στο μυαλό" του αγαπημένου φίλου Μιχάλη Τσαντίλα, πριν ακόμη αυτός κυκλοφορήσει στα δισκοπωλεία από τον "Μετρονόμο". Ο δίσκος του Τσαντίλα έρχεται να επιβεβαιώσει κάτι που είχα ακούσει μικρός κι έκτοτε το συναντώ συνεχώς μπροστά μου. Ότι ο ερασιτέχνης είναι ο καλύτερος επαγγελματίας. Είναι αυτός που θα βάλει όλο το μεράκι του, θα ματώσει οικονομικά, θα ξενυχτήσει και θα το ταλαιπωρήσει, θα ρωτήσει, θα σβήσει και θα γράψει μέχρι να φέρει όσο περισσότερο γίνεται το όνειρό του κοντά στην πραγματικότητα. Κριτικές για τον δίσκο θα βρείτε πολλές. Εγώ θα επιστήσω την προσοχή σας στους τρυφερούς στίχους και σε ένα απολύτως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των συνθέσεων. Ο Μιχάλης είναι μεγάλος μάστορας της αρμονίας, διαλέγει -ίσως επηρεασμένος από την αγάπη του για τη βρετανική σκηνή- σειρές από ακόρντα που αναζωογονούν τα τετριμμένα μοτίβα που ταλαιπωρούν την ελληνική δισκογραφία. Από τα τραγούδια του δίσκου θα ξεχωρίσω τον "Αρχάγγελο", "Μια σκιά", "Τι κι αν" και τα δύο αγγλόφωνα "Forgive Me" και "Take Me Away", καθώς ειδικά αυτά τα δυο τελευταία μου θύμισαν μοναδικές στιγμές από πρόβες και συναυλίες μας το παλιά τα χρόνια. 
Θα ήθελα να του ευχηθώ να συνεχίσει με την ίδια θέρμη να αγαπά τη Μουσική και να τον ευχαριστήσω από βάθους καρδίας για την αφιέρωση στο εσώφυλλο του δίσκου, κάτι που θεωρώ από τις μεγαλύτερες τιμές που μου έχουν γίνει. Τέλος, υπόσχομαι ότι για να απουσιάζω από την πρώτη του εν Αθήναις συναυλία θα πρέπει -μιας και ήταν της μοδός- ο κόσμος να χαλάσει!


Να υπενθυμίσω στους εν Σπάρτη κατοικοεδρεύοντες αναγνώστες ότι ο δίσκος είναι διαθέσιμος στο βιβλιοπωλείο "Αρκτούρος" (Ευαγγελιστρίας 41).

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Ο Σκύλος και το έντεχνο

Αναδημοσιεύω αναδημοσιευση και θεϊκό σκυλίσιο σχολιασμό του Στάθη "Σκύλου" Παναγιωτόπουλου από το προσωπικό του site.

Αναδημοσιεύω νέο πόνημα/ δελτίο τύπου που αφορά εκπρόσωπο του "εντεχνου" τραγουδιού, οι εκπρόσωποι του οποίου τον εκπροσωπούν με τρόπο που κάνει εμάς τους εκπροσώπους της λοιδορίας να τρίβουμε τα χέρια μας από ευχαρίστηση.
"Η αφορμή ήταν ένα γράμμα σε έναν ποιητή. Η αιτία ήταν μελωδίες και στίχοι πηγαίοι που το κοινό ταυτίστηκε [ωραίο συντακτικό]. Το όχημα ήταν και θα είναι η στεντόρεια, αισθαντική φωνή και η επικοινωνιακή δεινότητα. Ο Η.Β. έχει συνδέσει με έντεχνο τρόπο το βίωμα με τη μουσική και έχει κατοχυρωθεί ως ένας από τους καλύτερους τραγουδοποιούς στο μουσικό στερέωμα [αυτός που το έχει γράψει αγνοεί ότι να είσαι στεντόρεια δεν είναι απαραίτητα καλό για τη φωνή ενός τραγουδιστή. Ενός τελάλη ίσως]
Συνεχίζοντας τη χειμωνιάτικη μουσική του διαδρομή επισκέπτεται την τάδε πόλη στην τάδε ημερομηνία. Έχοντας στο δισάκι του ένα «σωρό ιδέες» ακροβατεί με ηχοχρώματα από την Ανατολή και τη Δύση και με τους σταθερούς του συνεργάτες ηλεκτρίζουν το τάδε μαγαζί. [το "δισάκι"προσέξτε. ΟΙ απλοί τραγουδιστές έχουν ξερωγω τσάντα]
Αναπάντεχα και μη, τραγούδια από την πολυετή δισκογραφία του προσεγγίζονται εκ νέου με διαφορετική ενορχήστρωση οδηγώντας στο διονυσιασμό και τη λύτρωση [απο τι;]. Στη συνταγή προστίθενται και τραγούδια από τη νέα του δισκογραφική δουλειά, που θα διαμορφωθεί και από τη διάδραση με τον κόσμο και αναμένεται να ταράξει τα ύδατα, καθώς πρόκειται για ένα μουσικό χρονογράφημα της Ελλάδας ειδομένης μέσα από τη ζωή του ίδιου του τραγουδοποιού. [προσέξτε τη διάδραση με τον κόσμο. Επίσης, το ότι ο δίσκος είναι χρονογράφημα λύνει επιτέλους την απορία, "πότε θα μιλήσουν οι πνευματικοί άνθρωποι;" Τέλος, οι απλοί μουσικοί ταράζουν τα νερά. Τα ύδατα μόνο λίγοι εκλεκτοί]
Μαζί του η τραγουδοποιός τάδε η οποία μας καλεί να ζωγραφίσουμε όνειρα μαζί της [πάντα τραγουδοποιός. Ποτέ τραγουδίστρια ή συνθέτις. Ενίοτε και ζωγράφος], καταθέτοντας τη δική της πρόταση στη γυναικεία τραγουδοποιία και ερμηνεύοντας με ξεχωριστό τρόπο τραγούδια του Η.Β.
Ο Η.Β. προσκαλεί τον κόσμο της τάδε πόλης, σε ένα αλλιώτικο ταξίδι για να ανακαλύψουμε τις δικές μας αυτόφωτες στιγμές και να μη γίνουμε στον καιρό παιχνίδια να μας χαλάνε τα παιδιά.
[Αυτό το τελευταίο τερμάτισε την έννοια "ψαγμένο". Δεν το κατάλαβα καν. Ούτε αυτός που τόγραψε. Ούτε κανείς άλλος. Θα παραμείνει αιώνιο μυστήριο]

Αντί για μελομακάρονα

Επειδή δεν είναι μόνο ο Μεϊμαράκης άντρας να τιμάει τα παντελόνια που φοράει, επανέρχομαι με ότι είχα υποσχεθεί. Επειδή όμως δεν είμαι τόσο άντρας όσο ο Βαγγέλας και ο Τατσόπουλος, ακολουθούν εφτά -και όχι έξι- δίσκοι, καθώς δεν μου έκανε καρδιά να αφήσω κάποιον απ' έξω. Άσε που το εφτά είναι και τυχερό νούμερο.

The Alabama Shakes - Boys And Girls
 Στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της μουσικής παραγωγής των τελευταίων χρόνων επικρατεί μια τάση επαναδιαπραγμάτευσης με τον vintage ήχο και εμένα προσωπικά, ως λάτρη της κουλτούρας των 70s δεν με ενοχλεί ουδόλως αν και αναγνωρίζω τον υπαρκτό κίνδυνο της εσωστρέφειας που συνοδεύει την επιστροφή στις ρίζες, να γίνουμε κάτι σαν τον Πόποτα από το Καφέ της Χαράς ένα πράγμα, να το γαμήσουμε και να ψοφήσει δηλαδή. Όπως και να έχει, η τάση αυτή φαίνεται να είναι όχι ακριβώς πλειοψηφική αλλά σίγουρα αρκετά ισχυρή και αφορά τις συνθέσεις, τις παραγωγές αλλά και ένα ευρύ φάσμα ιδιωμάτων, από ποπ μέχρι και το μέταλ. Οι Alabama Shakes, που κατάγονται όντως από την Alabama, σκάρωσαν έναν δίσκο που άνετα θα μπορούσε να ανήκει στον κατάλογο της Motown ή της Chess Records, με ωραίες mid tempo μελωδίες, απλές κιθάρες και μπόλικο συναίσθημα. Και ύστερα ήρθε η Brittany Howard. Διθυραμβικές κριτικές για τη φωνή της και σκόρπιες, διακριτικές απορίες για το αν  αυτή μοιάζει με αυτή της -Θου κύριε, φυλακή τω στόματί μου- Janis Joplin. Εγώ λέω ότι μοιάζει. Μεγάλα κομμάτια τα Be Mine, Rise To The Sun, I Ain't The Same.  

Jack White - Blunderbus
Θα ξεκινήσω την παρουσίαση του δίσκου με κάτι που διάβασα σε κάποιο ξένο site (ας με συγχωρήσει ο συντάκτης, αλλά δεν θυμάμαι σε ποιο ακριβώς). Έλεγε -ή μάλλον έγραφε- ο αγαπητός φίλος ότι ευτυχώς που διαλύθηκαν οι White Stripes και ακούμε καλύτερες μουσικές δια χειρός Jack White. Εδώ που τα λέμε, δεν έχει και πολύ άδικο. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν όντας ακόμη μέλος των Stripes, θα είχαν προκύψει οι εξαιρετικές δουλειές του στους Dead Weather ή οι συνεργασίες του με τον Danger Mouse ή τον Daniele Luppi στο Rome. Vintage ο ήχος κι εδώ (άλλωστε ο White είναι από τους γνωστούς παραγωγούς του "κινήματος" αυτού), αλλά σε καμία περίπτωση ακραίος και με πιο πολλές εναλλαγές στο ρυθμό σε σχέση με τον προηγούμενο δίσκο, το ίδιο γοητευτική η παράξενη φωνή του τόσο στις μπαλάντες όσο και στα πιο γρήγορα, ωραία δεύτερα φωνητικά, ωραίες και οι πεντατονικές μελωδίες στα -όχι και τόσα πολλά- κομμάτια που πρωταγωνιστεί η κιθάρα. Καμμένο εξώφυλλο με τον Jack να κρύβει την απαράδεκτη κόμη και ένα κοράκι κάτω από την κουκούλα του (για όνομα του Τουτατή!), ακόμα πιο καμμένοι (με την καλή έννοια πάντα) στίχοι αυτοκαταστροφής και ερωτικής απογοήτευσης (ακούστε το εξαιρετικό Love Interruption και θα πάρετε γραμμή). Σε απόλυτη συνάφεια με αυτά που σας είπα και ο συντάκτης του Rocking που αγωνιά για τους καρπούς και της επόμενης αποτυχημένης σχέσης του Jack.

Flying Lotus - Until The Quiet Comes
Ο δίσκος αυτός δεν ήταν στην αρχική εξάδα, είναι δηλαδή ο λόγος που δεν φάνηκα τόσο άντρας και αθέτησα την υπόσχεσή μου. Από τις τελευταίες προσθήκες στη δισκοθήκη μου, η πρόσφατη κυκλοφορία του Flying Lotus (aka Steven Allison), μεταξύ άλλων μακρινού συγγενούς του ζεύγους John και Alice Coltrane, είχε παραπάνω από έναν λόγους για να αποτελέσει προσθήκη της τελευταίας στιγμής. Πρώτον, για να σπάσω λίγο την πολλή τη σεβεντίλα, που ως γνωστόν τη βαριέται και ο παπάς. Δεύτερον, επειδή μου κίνησε το ενδιαφέρον για το τι σόι δισκος είναι αυτός, η διστακτικότητα του συντάκτη του DownBeat να τον εντάξει σε μια φόρμα, απορία που μου λύθηκε με την πρώτη ακρόαση. Τρίτον, γιατί ο δίσκος σπέρνει. Γαμεί. Τα σπάει και πάει λέγοντας. Ηλεκτρονική μουσική κατά βάση, που ενσωματώνει μελωδίες από διάφορα είδη, ο δίσκος του Flying Lotus είναι από τα ενδιαφέροντα ακούσματα που είχα πρόσφατα. Δεν ξέρω αν είναι ηλεκτρονική jazz όπως διάβασα κάπου και δεν ξέρω και αν υπάρχει ή αν εχει νόημα αυτός ο όρος. Είμαι όμως σίγουρος ότι αν αυτή είναι η οπτική για τη μουσική του μέλλοντος, τότε δεν θα χάσω ποτέ το ενδιαφέρον μου για αυτή. Αξιοσημείωτες συμμετοχές στα φωνητικά αυτές του Tom Yorke και της Erykah Badu.

Baby Trio - Urban Jazz
Κι έρχομαι εγώ τώρα και σε ρωτάω. Ανάφερέ μου πόσους καλύτερους οργανίστες ξέρεις από τον Γιώργο Κοντραφούρη. Ορκίσου ότι αν το δεύτερο track του δίσκου "Jazz Is..." περιλαμβανόταν σε δίσκο, ας πούμε, του Roy Hargrove και είχε κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες πωλήσεις, θα σε παραξένευε. Κοίτα με στα μάτια και πες μου ότι οι πιτσιρικάδες του Κοντραφούρη (Βασίλης Ποδαράς στα τύμπανα και Κωνσταντίνος Στουραϊτης στην ηλεκτρική κιθάρα) δεν παίζουν σαν κωλοπετσωμένοι τζαζίστες, αν και είναι -βάσει καταστατικού του συγκροτήματος- κάτω των εικοσιπέντε ετών. Στο ψητό τώρα. Ο Φούρης -ως συνήθως σε μεγάλη φόρμα στο hammond- ακουμπά τα δάχτυλά του και στο πιάνο, προς μεγάλη τέρψη του φίλου μου Χρήστου που τον εκτιμά απεριόριστα ως πιανίστα. Υψηλοί καλεσμένοι να συνοδεύουν το trio, ο Άγγελος Πολυχρόνου στα κρουστά, ο Αντώνης Ανδρέου στο τρομπόνι, ο πρώην κιθαρίστας του trio Αλέξανδρος Βήχος σε ένα κομμάτι και ο Dean Bowman -τραγουδιστής των πρωτοποριακών Screaming Headless Torsos το πάλαι ποτέ- στα φωνητικά. Στίχους σε ένα τραγούδι-αφιέρωμα στον McCoy Tyner έχει γράψει το δικό μας Πράγμα (aka Κωστής Χριστοδούλου). Πραγματικά αδυνατώ να ξεχωρίσω κάποιο από τα κομμάτια. Κονταροχτυπιούνται όλα στα ίσα μεταξύ τους, αν και ειδικά το ομώνυμο του δίσκου έχει τόσο καθηλωτικό groove που το σιγοτραγουδούσα για μέρες σε ύπνο και ξύπνιο μου.   

Gary Clark Jr. - Blak and Blu
Ένα ερώτημα πλανάται στην ατμόσφαιρα και στις στήλες των διαφόρων μουσικών περιοδικών. Μπορεί αυτός ο νεαρός Τεξανός να είναι ο αναμορφωτής των blues; Μπορεί αυτός, ο συμπατριώτης του Stevie Ray Vaughan, ένας κιθαρίστας που ο Clapton έριξε στην αρένα του Crossroads Guitar Festival σε τρυφερή ηλικία πριν δύο χρόνια έχοντας μάλλον κάτι δει σε αυτόν, να οδηγήσει τα blues στον 21ο αιώνα ώστε να μην καταλήξουν μουσειακό είδος; Αν δείτε και ακούσετε την απόδοσή του σε αυτό το φεστιβάλ-σταθμό για την κιθάρα , θα πείτε μάλλον ναι. Αν ακούσετε αυτόν το δίσκο, θα το πιστέψετε με μεγαλύτερη βεβαιότητα. Ο Clark προσδίδει στα blues που παίζει στο δίσκο του δύο χαρακτηριστικά. Το πρώτο, απαραίτητο από εμφάνισης του είδους, είναι η ψυχή τόσο στη φωνή όσο και στην κιθάρα. Το δεύτερο, απαραίτητο σε κάθε φόρμα που θέλει να προχωρήσει, είναι ο νεωτερισμός και η φρεσκάδα και αυτό είναι εμφανές τόσο στον cool τρόπο που τραγουδάει, όσο και στην παραγωγή αλλά και στους ήχους που επιλέγει στην κιθάρα του. Το set list περιλαμβάνει και πιο χαλαρά κομμάτια που φλερτάρουν με την r 'n' b και την pop αλλά εκεί που γίνεται ο κακός χαμός είναι όπου ο νεοσσός παίζει blues και funk συνθέσεις. Τεράστιες στιγμές τα When My Train Pulls In, Bright Lights, Numb και η μίξη του χεντριξιακού ύμνου Third Stone From The Sun με το δικό του If You Love Me Like You Say. Αυτόν τον fuzz ήχο στην κιθάρα πού διάολο τον βρήκε;
  
Pat Metheny - Unity Band
 Μου έκανε εξαιρετική εντύπωση το γεγονός ότι το λίαν αξιόπιστο Nextbop δεν περιέλαβε αυτόν το δίσκο στις καλύτερες jazz κυκλοφορίες της χρονιάς. Για μένα που προσπαθώ ασθμαίνοντας να ακολουθήσω το δαιμονιώδη ρυθμό δημιουργίας και κυκλοφοριών του Metheny, το Unity Band είναι από τα καλύτερα που έχει κυκλοφορήσει ποτέ και θα έλεγα ότι πλησιάζει το προσωπικό μου αγαπημένο Day Trip του 2008, στο οποίο ακόμη και τώρα όταν ακούω την απόδοση της τριάδας Metheny-McBride-Sanchez, αναλύομαι σε κλάματα. Η κυκλοφορία χαρακτηρίζεται από μια ιστορική για το χώρο ιδιαιτερότητα, την πρώτη ηχογράφηση του Metheny με σαξόφωνο μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια. Το σχήμα περιλαμβάνει τον σταθερό συνεργάτη του Antonio Sanchez στα τύμπανα, τον Chris Potter στο σαξόφωνο και τον Ben Williams στο μπάσο. Ο Metheny παίζει ακουστική, ηλεκτρική και synthesizer κιθάρα, εσύ μένεις άναυδος με τη φρασεολογία του κι εγώ μένω να βρίζω το Παλλάς που είχε το εισιτήριο σχεδόν εκατό γιούρο πέρισυ και να αναρωτιέμαι μετά από τόσα χρόνια ακόμη αν το Metheny τονίζεται στην παραλήγουσα ή στην προπαραλήγουσα.

Bobby Womack - The Bravest Man In The Universe
Να ξεκινήσω από το τέλος, από την κατακλείδα. Πρόκειται για μεγαλειώδη δίσκο, πραγματικά από τους κορυφαίους της χρονιάς. Και πώς να μην προέκυπτε τέτοιο έπος, όταν τα συστατικά είναι αρίστης ποιότητος και οι ιδέες καθηλωτικές. Ο εκ των μεγάλων μαστόρων του είδους, ευρισκόμενος για αρκετά χρόνια σε σχετική αφάνεια Womack προσφέρει ένα αλήστου μνήμης τραγουδιστικό soul αριστούργημα πάνω στον καμβά που σχεδίασαν για πάρτη του ο Richard Russell (XL Recordings, παραγωγός των Radiohead και του τελευταίου δίσκου του Gil Scott Heron μεταξύ άλλων) και ο αεικίνητος Damon Albarn των Blur. Συνεχίζοντας μια συνεργασία που τα πρώτα ψήγματα είχαμε γευτεί όταν οι Womack και Albarn είχαν συνεργαστεί για δίσκο των Gorillaz, o πρώτος τραγουδά  μια σκοτεινή -και ουδόλως party time- soul και ο δεύτερος χαράζει τον ήχο-σφραγίδα του δίσκου με κύρια χαρακτηριστικά του το πιάνο και τα drum beats που σε πολλά σημεία θυμίζουν κάτι από Massive Attack. Highlights του άλμπουμ, το Dayglo Reflection με τη συμμετοχή της Lana Del Ray και ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έχω ακούσει ποτέ, το Stupid, το οποίο ανοίγει με to εξής ιντερλούδιο του μεγάλου Gil Scott Heron: “He came on television and told everyone that he had seen God… So I stopped channel surfing immediately. He said that he had seen God and God told him to raise eight million dollars. God was broke." Άντε γεια...

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Λίστες να δουν τα μάτια σου

Ο Δεκέμβριος είναι ένας μήνας που έχει πολλή πλάκα. Κάτι τα φωτάκια που με χάζευαν από πιτσιρικά, κάτι το χριστουγεννιάτικο δέντρο που παρεμπιπτόντως ξαναστόλισα φέτος μετά από χρόνια και κάτι οι λίστες με τους καλύτερους δίσκους του γέρου χρόνου που μας αφήνει, μου φτιάχνουν κάπως το κέφι. Πολύ θα ήθελα να ήμουν σε θέση να παραθέσω και μια δική μου λίστα δίπλα στις λογικές ή εντελώς παράλογες (γιατί υπάρχουν και τέτοιες) των διάφορων Spin, Mojo, Pitchfork, Rolling Stone, Down Beat και πάει λέγοντας. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν άδικο καθώς για λόγους που άπτονται του διαθεσιμου χρόνου και των διαθέσιμων χρημάτων αδυνατώ να έχω τέτοιες μέρες κάθε χρόνο αντικειμενική εικόνα για την πλειοψηφία των νέων δίσκων του γούστου μου. Πώς να αποφασίσω για τα καλύτερα της χρονιάς όταν δεν έχω ακούσει για παράδειγμα τον Lionel Loueke σε παραγωγή του γίγαντα Robert Glasper; Ή τα δύο φετινά άλμπουμ του ογκόλιθου Brad Mehldau, ένα με original συνθέσεις και ένα με standards της jazz δισκογραφίας; Ή την επιστροφή του Dr. Lonnie Smith με το The Healer; Ή αυτή του Dave Matthews; Ή το πρόσφατο άλμπουμ των Dinosaur Jr.; Δεν βγαίνει άκρη σας λέω, ορισμένες διαπιστώσεις ατάκτως ερριμμένες, όμως, νομίζω ότι μπορώ να κάνω ως φτωχός, με κουρεμένο μισθό, πλην τίμιος ακροατής πέραν αυτών που ήδη κατά καιρούς έχω κάνει. Έχουμε και λέμε. Απουσιάζει ή τέλοσπάντων δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου σοβαρός δίσκος με καλή, κιθαριστική, του σατανά ροκ μουσική. Οι Black Country Communion έβγαλαν δίσκο πριν μαλλιοτραβηχτούν αλλά φαίνεται ότι η φόρμα που υποστήριξαν στα προηγούμενα άλμπουμ άρχισε να εξαντλείται. Ο Joe Bonamassa κυκλοφόρησε έναν αξιοπρεπή δίσκο με πολύ καλές κιθαριστικές στιγμές, χωρίς να πλησιάζει -πράγμα ιδιαιτέρως δύσκολο- τα περσινά του κατορθώματα είτε κατά μόνας είτε στο ντουέτο του με την Beth Hart. O τιτάνας και άκρως υποτιμημένος (ευρισκόμενος στην σκιά του Bon Jovi) Richie Sambora το πάλεψε μια χαρά χωρίς ούτε αυτός να πλησιάσει το προ εικοσαετίας πόνημά του. Οι Tedeski Trucks Band είχαν ένα εκπληκτικό live δίσκο με το ζεύγος να παίζει παπάδες, συνέχεια του περσινού studio δίσκου. Ο Springsteen κυκλοφόρησε έναν συναισθηματικά φορτισμένο δίσκο Springsteen, που με κάθε ακρόαση γίνεται καλύτερος. Με το Meat and Bone των Jon Spencer Blues Explosion ψιλοβαρέθηκα. Ο Neil Young πρόσφερε στο πολυπληθές κοινό του δύο δίσκους, εκ των οποίων άκουσα μόνο το Psychedelic Pill, που είναι ότι λέει το όνομά του. Αδικαιολόγητη βαβούρα για χάρη των Japandroids, όταν τα ίδια πράγματα τα έχουν παίξει σοβαρά neo punk συγκροτήματα καμια δεκαπενταριά χρόνια τώρα. Κάπως καλύτερα τα πράγματα με το δίσκο των Django Django με ενδιαφέροντα φωνητικά και περίεργες μελωδικές γραμμές, αλλά μη φανταστείτε και κανένα αριστούργημα. Πολύ καλός δίσκος από τους Monophonics και όχι μόνο επειδή περιέχει τη διασκευή του Bang Bang που το έμαθε μέχρι και το τελευταίο τσόλι της παραλιακής, όπως καλός δίσκος μου φάνηκε και η επιστροφή του Mark Lanegan με το Blues Funeral. Συμπαθητικό δισκάκι από την κυρία Joan Osbourne, που είχα να μάθω νέα της από την εποχή που η φίλη μου η Νάντια τραγουδούσε σε χορούς των σχολείων το (What If God Was) One of Us κοιτώντας εκστασιασμένη το ταβάνι (για τους γνωρίζοντες). Εξαιρετική ψυχεδελική ροκ στο Circles των Moon Duo, το τσίμπησα σε βινύλιο και δεν έχασα. Jazz for the masses αραιωμένη με μπόλικη pop από την βιρτουόζο Esperanza Spalding στο Radio Music Society, το οποίο είχε να δώσει. Καινούργιος δίσκος και από τους αγαπημένους Nightstalker με πιο vintage ήχο σε σχέση με το Super Freak, στο live μου ακούστηκε μπόμπα. Άφθονο hip hop για το οποίο δεν μπορώ να εκφέρω άποψη καθώς δεν είμαι ιδιαίτερα φίλος, παρά μόνο για κάποια από τα πιο γελοία εξώφυλλα που έχω δει στη ζωή μου. Κάμποσες πρωτιές και ορισμένες πολύ καλές ιδέες στο Channel Orange του Frank Ocean, με τον ίδιο να αντιμετωπίζεται από τους opinion makers μάλλον υπερβολικά ως ο νέος Stevie Wonder ή ο μεσσίας της neo soul (χαλαρώστε και προς το παρόν προτιμήστε τον αυθεντικό). Τους εκλεκτούς Roots τους περίμενα καλύτερους στο Undun. Όχι ότι δεν μου άρεσε, αλλά... Καινούργια -αλλά όχι ακριβώς καινούργια- Norah Jones στο Little Broken Hearts, το οποίο περιλαμβάνει κάποια πραγματικά πολύ ωραία τραγούδια, όπως το ομώνυμο και το All A Dream. Αν σας άρεσαν τα προηγούμενα, θα σας αρέσει και αυτό. Πολύ πράγμα (διπλό άλμπουμ) και επιτυχημένη η επιστροφή στις ρίζες της ροκ, της φολκ και των μπλουζ από τον Mark Knopfler στο Privateering.     
Επειδή δεν βλέπω να τελειώνουμε, κάπου εδώ σταματάω. Θα επιμείνω σε δύο επιλογές μου για τις οποίες έχω ήδη γράψει και παραμένουν κορυφαίες για το έτος (και όχι μόνο). Αυτή του Dr. John με το Locked Down και αυτή του Robert Glasper με το Black Radio. Στην αμέσως επόμενη ανάρτηση θα παραθέσω κάποιους ακόμη δίσκους φετινής εσοδείας, έξι τον αριθμό, τους οποίους έλιωσα στην ακρόαση, έτσι για τα χρόνια πολλά.

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Όταν λέμε rock...

...εννοούμε τον Lemmy Kilmister. Όντας εξαιρετικά περήφανος που ο αδερφός μου βάφτισε το σκύλο μας με το όνομα αυτού του μύθου, αναδημοσιεύω μια άποψη του τι σημαίνει να μην ξεπουλιέσαι για το χρήμα, με αφορμή την κυκλοφορία ενός box set των Motorhead, το οποίο η εταιρία κοστολόγησε στην άκρως δελεαστική τιμή των 600 δολαρίων. «Η απληστία για ακόμη μια φορά επικράτησε. Συμβουλεύω ακόμα και τους πιο σκληροπυρηνικούς συλλέκτες να μην το αγοράσουν. Με ενοχλεί πραγματικά που το πουλάνε τόσο ακριβά σε τέτοιους καιρούς οικονομικής στενότητας. Μπράβο σας, δισκογραφικές! Θέλετε να πάρετε και την τελευταία δεκάρα από τους οπαδούς.»
...εννοούμε επίσης τον Frank Zappa. Όχι ότι χαρακτηρίζοντας με μια λέξη την μεγαλύτερη μουσική ιδιοφυΐα των τελευταίων πενήντα ετών, καθαρίζεις. Με αφορμή την πρόσφατη επέτειο από το θάνατό του, απομαγνητοφωνώ ένα απόσπασμα μιας από τις τελευταίες συνεντεύξεις του στη Jamie Gangel και θα καταλάβετε τι εννοώ.
JG: Let me go through a list of words that whenever you read about Frank Zappa [...] and tell me how they strike you. Rock Legend.
FZ:  It's pathetic!
JG: Test pilot pushing the edge?
FZ:That's...
JG: Don't you like that a little bit?
FZ: No. It's a little bit too... to get that military aroma to it. 
JG: Eccentric genius?
FZ: Eccentric yes. Genius maybe.
JG: Funny guy.
FZ: Only to a few.
JG: How does Frank Zappa want to be remembered?
FZ: It's not important. 
JG: Wants to be remembered for the music?
FZ: It's not important to even be remembered. I mean the people who worry about being remembered are guys like Reagan, Bush. These people want to be remembered. And they spend a lot of money and do a lot of work to make sure that remembrance is just terrific. 
JG: And for Frank Zappa?
FZ: I don't care.

Ιεροτελεστία

Το σόλο που επινόησε το Πράγμα στο Colores Feliz του Ανδρέα Πολυζωγόπουλου χθες στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, θα μπορούσε να προκύψει μόνο από τον σατανικό συνδυασμό του McCoy Tyner και του Dr. John. Τελεία. Και παύλα. 

 Η φωτό από το site του Πολυζωγόπουλου

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Dazed and Confused

Ακόμα μεθυσμένος από αυτό που είδα και άκουσα την Παρασκευή στο Μέγαρο Μουσικής, βλέπω εδώ και δυο-τρεις μέρες στον ύπνο και στον ξύπνιο μου εικόνες ανυπέρβλητης και ανεκτίμητης συναισθηματικής αξίας προερχόμενες από τα μικράτα μου κιόλας. Το Μάκη να μου μαθαίνει το Stairway to Heaven στο μάθημα της κλασσικής κιθάρας και να επιμένει ότι "αν παίξεις αυτό το μπάσο ρε αντί για φα δίεση  ακούγεται καλύτερα από τον Page". Ακόμα έτσι το παίζω. Την καλή μου τη μαμά να γυρνάει από την Αθήνα, όπου ανάμεσα στις άλλες υποχρεώσεις της, ήταν και να μου φέρει την παραγγελιά από το κραταιό τότε Μετρόπολις. Πολλή η γκρίνια που την έστειλα στον όροφο με τους μαυροφορεμένους αλλά η αποστολή εξετελέσθη και από το πρώτο κιόλας δρομολόγιό της κρατουσα στα χέρια μου ένα διπλό πορτοκαλί σιντι που έφερε τον τίτλο Remasters. Ένα καλοφτιαγμένο -νομίζω- κολάζ σε μαύρο χαρτόνι, όπου ασυναίσθητα ή μη στο κέντρο του δέσποζε ο Plant από τη συναυλία του The Song Remains the Same. Ένα κακοφτιαγμένο -είμαι σίγουρος- logo του συγκροτήματος πάνω στο θρανίο. Μια αφίσα τους ίσως στο υπνοδωμάτιό μου, ίσως στο υπνοδωμάτιο καποιου κολλητού, ίσως στο πρόχειρο στούντιο στο γειτονικό υπόγειο. Την ανατριχίλα που συνόδευσε την ανακάλυψή μου ότι υπήρχε ζωή και μετά το Physical Graffiti, όταν άκουσα το Achilles Last Stand, το Nobodys Fault But Mine και το Tea for One από το Presence. Την έκφρασή μου, συνδυασμό απορίας και λύπης, όταν αναρωτιόμουν πώς γίνεται ένας γίγαντας σαν τον Bonzo να πνίγηκε στον εμετό του. 
Με αφορμή λοιπόν αυτή την αναμόχλευση αναμνήσεων και παθών, βυθίστηκα το τελευταίο διήμερο στην ανάγνωση συνεντεύξεων των ηρώων μου και ειδικά της ατμομηχανής του συγκροτήματος, του κυρίου Jimmy Page. Ξεχώρισα δύο από τις πάμπολλες που έχει δώσει στην πορεία όλων αυτών των ετών. Η πρώτη δόθηκε στο Guitar World το 1993 και αφορά καθαρά και ίσως εξειδικευμένα το μουσικό χαρακτήρα του ίδιου και των Zep. Μιλά για τις κιθάρες του, τις τεχνικές παιξίματος αλλά και τις πρωτοποριακές τεχνικές ηχογράφησης που χρησιμοποίησε για να αιχμαλωτίσει τον ήχο του δαίμονα John Bohnam, για τις επιρροές του αλλά και για το πόσο έχει μετανιώσει που δεν μπόρεσε να δει ζωντανά τον συνονόματό του Hendrix. Η δεύτερη συνέντευξη, η οποία προηγείται χρονικά της πρώτης κατά δεκαοχτώ χρόνια, είναι αυτή που πήρε από τον Page ο τεράστιος William Burroughs και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Crawdaddy τον Ιούνιο του 1975. Εκεί ο εκ των ηγετών του beat κινήματος παραθέτει ένα συναρπαστικό κείμενο με το οποίο στην ουσία συνοψίζει τη συνέντευξη στην οποία συζητήθηκε η μαγεία, η σχέση μουσικού και κοινού, οι μεταφυσικές ιδιότητες της μουσικής, το Μαρόκο, ο πύργος του Crawley και άλλα τέτοια παλαβά. Διαλέγετε και παίρνετε.Αν δεν διαλέξετε καμία, τότε βάλτε στο στερεοφωνικό σας το No Quarter και δεν θα χάσετε.