Έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχουν ευτυχέστεροι ακροατές και φίλοι της μουσικής τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια από αυτούς που αγαπούν τη μαύρη μουσική, την αφροαμερικανική μουσική ή όπως θέλετε πείτε το, ώστε να μη σας κυνηγούν οι λάτρεις του πολιτικά ορθού λόγου, χωρίς φυσικά να αναφέρομαι στο προβαλλόμενο και υποστηριζόμενο από μέσα τύπου MTV καχέκτυπο. Ανήκωντας κι εγώ στη χορεία των ευτυχών, παρακολουθώ με δέος την άνθηση ενός δικτύου με ρίζες από το hip hop και την παρακαταθήκη του Gil Scott Heron και των Public Enemy, τις μεγάλες φωνές της soul, το funk του Cinton και τη jazz, με όλα αυτά τα ιδιώματα και τους εκπροσώπους τους να βρίσκονται σε έναν συνεχή διάλογο και ανταλλαγή στοιχείων με αποτέλεσμα ένα εκρηκτικό μείγμα. Η πρώτη μου επαφή με το πολιτιστικό φαινόμενο ήταν εντελώς τυχαία και συνέβη περίπου πριν δέκα χρόνια, όταν συνεπαρμένος από ένα εξώφυλλο που απεικόνιζε τρεις τύπους να ατενίζουν μια μεγαλούπολη. Η πόλη αποδείχθηκε ότι ήταν η Φιλαδέλφεια και, ακριβώς επειδή ήταν μεγαλούπολη, δεν ήταν η Νέα Φιλαδέλφεια. Οι τρεις τύποι που αγνάντευαν τους ουρανοξύστες, όλοι άξια τέκνα της πόλης, ήταν απο αριστερά προς τα δεξιά ο πιανίστας Uri Caine, ο ντράμερ Ahmir "Questlove" Thompson και ο μπασίστας Christian McBride. Έπρεπε να περάσουν κάποια χρόνια για να συλλάβω πόσο προφητικός ήταν ο δίσκος για τη συνέχεια, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο μεν Questlove είναι ο ντράμερ των Roots, παραγωγός στους περισσότερους και καλύτερους δίσκους της neo soul και του hip hop και ιδρυτικό μέλος της κολεκτίβας στην οποία οφείλεται εν πολλοίς αυτή η αναγένννηση της αφροαμερικανικής μουσικής, των Soulquarians, ενώ ο McBride είναι απλά ο καλύτερος μπασίστας της jazz επι γης εδώ και χρόνια. Η μία δεξαμενή από όπου το κίνημα αντλεί έμπνευση είναι τα μέλη των Soulquarians, με προεξάρχουσες φυσιογνωμίες την Erykah Badu και τους Bilal, Questlove, D'Angelo, J Dilla, Mos Def και κάμποσους ακόμα. Ειδικής αναφοράς χρήζει το πολυεργαλείο-μπασίστας Ουαλικής καταγωγής που ακούει στο όνομα Pino Palladino, πρωτευόντως ως συνεργός σε πλείστα μουσικά θαυμαστά εγκλήματα, από την ανάσταση της καριέρας του John Mayer μέχρι τα αριστουργήματα του Roy Hargrove με τους RH Factor και δευτερευόντως γιατί είναι λευκός σαν μπουγάδα της μαμάς. Για την ιστορία, πολλοί από τους δίσκους που προέκυψαν από τα μέλη της κολεκτίβας ηχογραφήθηκαν στα ιστορικά Elecric Lady Studios του Jimi Hendrix. Η δεύτερη δεξαμενή δεν είναι άλλη από μια εξαιρετική φουρνιά νέων μουσικών της jazz, που πραγματικά έχουν απογειώσει το είδος με το νεωτερισμό τους στον ήχο και τη σύνθεση. Δώστε βάση στην πενιά (τους): Roy Hargrove, Robert Glasper, Karriem Riggins, Thundercat, Jamire Williams, Chris Dave και βάλε, με τον Flying Lotus να κινείται εκεί κοντά στο δικό του θαυμαστό σύμπαν. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον με τη νέα γενιά των μουσικών της jazz είναι ότι τροφοδοτεί με τα παιδιά της τα σχήματα μουσικών κολοσσών του είδους ενισχύοντας έτσι τη συνέχεια της αφροαμερικανικής μουσικής και τους δεσμούς της με το ένδοξο παρελθόν. Έτσι, θα συναντήσετε τον Roy Hargrove στους πρόσφατους δίσκους του Sonny Rollins ή τον Jamire Williams στο εξαιρετικό περσινό The Healer του Dr. Lonnie Smith. Τρανά παραδείγματα της όσμωσης αποτελούν το ντεμπούτο της Badu ονόματι Baduizm, όπου φιλοξενούνται η τρομπέτα του Hargrove από τη νέα γενιά αλλά και οι ιστορικές φυσιογνωμίες των Ron Carter στο μπάσο και του Roy Ayers στο βιμπράφωνο αλλά και το περσινό πόνημα του Glasper όπου παρελαύνουν όλοι οι σπουδαίοι της neo soul. Παρεμφερείς ενδιαφέρουσες συναντήσεις συναντά κανείς στο Voodoo του D'Angelo ή στο Hard Groove του RH Factor.
Ανεξάρτητα από τις πιθανές ενστάσεις περί "καθαρότητας των ειδών", η σύγχρονη σκηνή της αφροαμερικανικής μουσικής φαίνεται να αποκαθιστά την πληγείσα εικόνα της μαύρης κοινότητας που για χρόνια οριζόταν από το δίπολο στην μία άκρη του οποίου έστεκε το γκέτο και στην άλλη η χλιδή και ο μάτσο σεξισμός. Ίσως αυτή η έκρηξη δημιουργικότητας να δημιουργεί ένα πιο πρόσφορο έδαφος για συζητήσεις όπως αυτές που άνοιξαν πρόσφατα σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης (τα σχετικά άρθρα εδώ κι εδώ) και αφορούσαν την μεροληπτική υποεκπροσώπηση έργων αφροαμερικανών μουσικών στο ρεπερτόριο συμφωνικών ορχηστρών στις Ηνωμένες Πολιτείες.