Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

Το δυτικό δωμάτιο

Πάλι καλά που υπάρχουν φίλοι όπως ο Μιχάλης να μου θυμίζει τις ξεχασμένες μου υποσχέσεις, αυτές που δεν έδωσα μεν σε άλλους ωστε να εκτεθώ δημοσίως, αλλά καμιά φορά το να απογοητεύεις τον εαυτό σου με την ασυνέπειά σου είναι ακόμη χειρότερο από την απαξία στα βλέμματα των γύρω. Διαβάζοντας την πρόσφατη ανάρτησή του σχετικά με τον Δημήτρη Πετσετίδη και το έργο του, θυμήθηκα ότι, όταν τελείωσα την ανάγνωση του τελευταίου του διηγήματος με τίτλο Εν οίκω, είχα βάλει σκοπό να γράψω σχετικά με αυτό. Δίστασα όταν αντιλήφθηκα ότι δεν έχω ιδέα από τη φόρμα του διηγήματος καθώς τα μόνα διηγήματα που έχω διαβάσει είναι τα δικά του και η όποια κριτική μου θα περιοριζόταν σε διθυράμβους καθοδηγούμενους σε σημαντικό βαθμό και από την ιδιαίτερη συμπάθεια που τρέφω στο πρόσωπο του μαθηματικού-λογοτέχνη-σκιτσογράφου Πετσετίδη. Η βασική ιδέα, όμως, που διατρέχει όλο το βιβλίο και αφορά χαρούμενες ή λυπηρές ιστορίες ανθρώπων που διαδραματίζονται σε λογής λογής δωμάτια, με ώθησε να θυμηθώ και να γράψω για το δωμάτιο που σημάδεψε τη δική μου ζωή, για το δωμάτιο που νιώθω πιο οικεία από κάθε άλλο, για το δικό μου δωμάτιο, το οποίο -όσα σπίτια κι αν άλλαξα στην τσιμεντούπολη- συνεχίζει να βρίσκεται στη Σπάρτη.
Μέγεθος και χρώμα. Το δωμάτιο μου είναι το μικρότερο του διαμερίσματος του τετάρτου ορόφου. Ο αδερφός Νικολάκης πήρε το μεγαλύτερο και απ' όσα αμυδρά θυμάμαι, αυτή η διανομή έγινε σχετικά αναίμακτα, κάτι το οποίο δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι συνέβη σε άλλες μεταξύ μας διενέξεις. Οι τοίχοι του έχουν χρώμα φυστικί, το διάλεξε η μαμά μου και ακόμη το υποστηρίζει πιο φανατικά και από Φρουρό της Επανάστασης του Αγιατολάχ στο Ιράν, στα περιοδικά βαψίματα του σπιτιού δε, το μόνο που τίθεται προς συζήτηση είναι ο τόνος του φιστικί χρώματος και μόνο. Περιττό να αναφέρω ότι το σκηνικό ολοκληρώνεται με ασορτί κουρτίνα με νεωτερικό μοτίβο σχεδίων, έτσι για να μη μας πούνε και μονόχνωτους. Θέλοντας και μη, συμπάθησα χρώμα και κουρτίνες σε σημείο τέτοιο που να έχω παραιτηθεί από όποια προσπάθεια αλλαγής της παγιωθείσης καταστάσεως, παρά τις τεράστιες πρακτικές δυσκολίες που συναντούσα όταν αναρτούσα αφίσες από συγκροτήματα ή το ιστορικό κολάζ μου -μπορείτε να φανταστείτε χειρότερο μπακ γκράουντ για το πρίσμα από το εξώφυλλο του Dark Side On The Moon ή για τον εκστασιασμένο ημίγυμνο Robert Plant από έναν φυστικί τοίχο;
Το περιεχόμενο. Ένα χαντ μέηντ κρεβάτι από οικογενειακό μας φίλο ξυλουργό, φτιαγμένο κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, ούτε ψηλό ούτε χαμηλό -μάλλον χαμηλό αφού ο σκύλος ανέβαινε χωρίς δυσκολία εκμεταλλευόμενος την απουσία αντιστάσεων εκ μέρους μου και κουλουριαζόταν στα πόδια μου όταν απολάμβανα τη μεσημεριανή μου ραστώνη. Οφείλω να αναγνωρίσω την ενόρασή του μάστορα όσο αφορά τις προοπτικές του ύψους μου, ούτε η κάσα δε θα μου ταιριάζει τόσο. Η πρώτη μου κλασσική κιθάρα γυμνή από χορδές. Ένα μπουζούκι της κακιάς ώρας που μου χάρισε ένας πολύ καλός φίλος. Μια βιβλιοθήκη με βιβλία του Ιουλίου Βερν και διάφορους τόμους πολιτικής οικονομίας και πολιτικά περιοδικά της ομογένειας που κουβάλησε σε μπαούλα ο πατέρας μου από τα ξένα, μια γοητευτική φωτογραφία του ιδίου να εκφωνεί πύρινους λόγους σε -παίρνω όρκο- σχετικά ολιγάριθμο ακροατήριο, ένα κουρδιστό παιχνίδι-τανκ που μου έκαναν δώρο εν είδει καζούρας πριν μπω φαντάρος, ένας ξεχαρβαλωμένος καλόγερος, ράφια με κασέτες αρχικά και σι ντι αργότερα. Τι ωραίες που ήταν οι κασέτες! Να αντιγράφεις τους τίτλους των τραγουδιών, να επιστρατεύεις το πολύ ή λίγο ταλέντο σου για να ζωγραφίσεις το λογότυπο του συγκροτήματος, να κοτσάρεις κάπου και την ημερομηνία που έγινε κτήμα σου. Μέχρι πριν κάμποσα χρόνια, σε ένα από τα ράφια δέσποζε ένα χοντροκομμένο φορητό ηχοσύστημα της Σόνυ πριν καταλήξει στο σπίτι της θείας μου και τροποποιηθεί το ρεπερτόριό του σε πιο εκκλησιαστικά ακούσματα.     
Το παράθυρο. Το δωμάτιό μου δεν έχει μπαλκόνι αλλά έχει παράθυρο. Ένα και καλό. Κοιτάζει προς τα δυτικά και σε ολόκληρο τον ορίζοντά του δεσπόζει ο Ταϋγετος. Από την περίφημη πυραμίδα στα νότια έως την καστροπολιτεία του Μυστρά στα βόρεια, το σκηνικό είναι αυτό και δεν αλλάζει. Υψώθηκαν πολυκατοικίες -ευτυχώς όχι τόσο ψηλές ώστε να μου στερήσουν τη θέα, φύτρωσαν κεραίες και φωτοβολταϊκά-ευτυχώς όχι τόσο άσχημα ώστε να μου αποσπάσουν την προσοχή. Συνεχίζω όταν ανοίγω ή κλείνω τις κουρτίνες να στέκω με δέος. Είτε όταν φυσάει νοτιάς και οι διαθλάσεις του φωτός από τη σκόνη σχηματίζει στα μάτια μου ιμπρεσιονιστικά τοπία, είτε όταν φυσάει βοριάς και η ατμόσφαιρα είναι τόσο καθαρή ώστε να διακρίνω το πιο στενό μονοπάτι, την πιο απόκρημνη πλαγιά, το τελευταίο δέντρο πριν την ερημωμένη κορυφογραμμή, το δέος είναι ίδιο. Με θυμάμαι να περιμένω τα πρώτα χιόνια το χειμώνα και το λιώσιμό τους την άνοιξη. Προσπαθώ να ξεχνάω τη στεναχώρια μου όταν αυτά έλιωναν πρόωρα.
Ο ήλιος θα δύει για πάντα βιαστικά και θα νυχτώνει γρήγορα στην κοιλάδα. Θα τον καταπίνει λαίμαργα το βουνό.
       

2 σχόλια:

  1. Ώπα!

    Αγαπημένε μου γιατρέ,
    θα ήθελα να διαβάσω και μεγαλύτερα κείμενά σου σε αυτό τον τόνο, αν υπάρχουν ή υπάρξουν.

    Το όλο σκηνικό μου θύμισε μπάντα που τιμά άλλη μπάντα κάνοντας πέρασμα που θυμίζει (αλλά δεν αναπαράγει επακριβώς)κομμάτι της τιμωμένης.

    Ωραία ιδέα και ωραίο κείμενο!




    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ αγαπητέ. Αυτή που περιγράφεις ήταν περίπου η ιδέα, εύχομαι να πέτυχε έστω και λίγο στην υλοποίησή της.

    ΑπάντησηΔιαγραφή