Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Τριπλέτα

Μόνο για την ελληνική τζαζ πρέπει να έχει ξεκινήσει ευοίωνα το έτος. Και πώς να είναι διαφορετικά όταν πλέον οι ζωντανές εμφανίσεις σπουδαίων σχημάτων υποστηρίζονται και από δισκογραφικές κυκλοφορίες που σέβονται τόσο τους καλλιτέχνες όσο και το ακροατήριο. Ακολουθούν τρεις από αυτές, χωρίς σε καμιά περίπτωση να είναι και οι μοναδικές, αφού υπάρχουν κι άλλες, όπως για παράδειγμα αυτή του Χάρη Λαμπράκη, που έχω στο πρόγραμμα να ακούσω κάποια στιγμή. Το ότι δύο από τους δίσκους που ακολουθούν είναι βασισμένοι σε διασκευές μουσικών που δεν ανήκαν στη τζαζ, ουδόλως μειώνει την αξία τους από τη στιγμή που υπηρετείται στο έπακρο το βασικό πρόσταγμα του είδους που δεν είναι άλλο από τον αυτοσχεδιασμό. Καλή απόλαυση!

Andreas Polyzogopoulos - Heart Of The Sun (The Music Of Pink Floyd)
Πριν ξεκινήσω να γράφω για τον δίσκο του Πολυζωγόπουλου, έκανα μια επίσκεψη στο site του για να διαπιστώσω ξανά ότι όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, τον Ανδρέα θα βρεις από κάτω να παίζει την τρομπέτα του, είτε σε δίσκους καλλιτεχνών εγνωσμένης αξίας (όπως το εξαιρετικό Global Vision του Τρανταλίδη, το Στην Κοιλιά του Κήτους των Mode Plagal ή στα άλμπουμ του Θανάση Παπακωνσταντίνου) είτε σε αυτούς νεότερων καλλιτεχνών (όπως το πολύ καλό Black Mamba του φλαουτίστα Λεωνίδα Σαραντόπουλου, το οποίο διατίθεται εδώ). Το Heart Of The Sun είναι για τον Πολυζωγόπουλο η δεύτερη προσωπική δισκογραφική δουλειά αν κανείς συνυπολογίσει και τον δίσκο των Poly Quartet, ένα είδος τάματος, όπως ο ίδιος γράφει στο εσώφυλλο του δίσκου, απέναντι στο αγαπημένο του συγκρότημα και τη ροκ πλευρά του εαυτού του. Συνεπικουρούμενος από τους Κωστή Χριστοδούλου στα πολλών ειδών πλήκτρα, Βασίλη Στεφανόπουλο στο μπάσο και Srdjan Ivanovic στα τύμπανα, ο Πολυζωγόπουλος διαλέγει τραγούδια που αποτέλεσαν ορόσημο για τους Floyd, όλα γνωστά στους περισσότερους ίσως πλην του ψυχεδελικού ύμνου της πρώιμης περιόδου τους, το Set The Controls For The Heart Of The Sun. Ο Πολυζωγόπουλος διαλέγει να σεβαστεί σχεδόν μέχρι κεραίας τις βασικές μελωδίες κάθε τραγουδιού, τις οποίες εκτελεί κατά κανόνα ο ίδιος με τον ήχο της τρομπέτας συχνά παραμορφωμένο από ποικίλα εντυπωσιακά εφέ, πάνω σε ένα χαλί που του στρώνουν οι υπόλοιποι και χαρακτηρίζεται από το αρραγές ρυθμικό μέρος των Στεφανόπουλου και Ivanovic, με τον τελευταίο να επιφυλλάσσει ορισμένα εξαιρετικά παιξίματα στα Time, Have A Cigar, Another Brick In The Wall και Money και τον Χριστοδούλου να απλώνει τα ηχητικά του πλοκάμια σχεδόν σε κάθε δευτερόλεπτο του δίσκου, είτε επιλέγοντας να απογειώσει με το Rhodes το riff του Have A Cigar, είτε αποδίδοντας φόρο τιμής με τα αναλογικά εφέ του στην ψυχεδελική πλευρά του συγκροτήματος, την οποία -εγγυημένα σας το γράφω- γνωρίζει όσο λίγοι. Μεγάλα solo για τον τρομπετίστα στα One Of My Turns, Set The Controls, Another Brick In The Wall και όρισμένα ερωτήματα να πλανώνται φευγαλέα στο κεφάλι μου. Μήπως σε ορισμένα σημεία ο Πολυζωγόπουλος έδειξε υπερβολικό σεβασμό στο έργο των Pink Floyd; Μήπως μας έπαιρνε και για κάποια άλλα, λιγότερα προβεβλημένα, τραγούδια; Ερωτήματα όμως που θα μείνουν τέτοια και που δεν αλλοιώνουν στο ελάχιστο την ουσία, ότι δηλαδή πρόκειται για ένα σπουδαίο δίσκο.

The Next Step Quintet
Δεν ξέρω σε ποια κατάσταση βρίσκεται η Μουσική Ακαδημία της Κέρκυρας, δεδομένης της πλουσιοπάροχης υποστήριξης της κυβέρνησης στα ακαδημαϊκά ιδρύματα, αλλά ξέρω τούτο. Μπορεί να αισθάνεται περήφανη που τέσσερις μαθητές της αποτελούν την ψυχή αυτού του σχήματος. Μάνος, Ποδαράς, Κότσιφας και Παπαδόπουλος σε μπάσο, τύμπανα, κιθάρα και πιάνο βρήκαν κι έδεσαν με τον Τσουκαλά στο σαξόφωνο και ιδού το πρώτο τους δισκογραφικό πόνημα, το οποίο περιλαμβάνει εννέα συνθέσεις με επιρροές που ποικίλλουν ανάμεσα σε θέματα που φέρνουν στο μυαλό τον McCoy Tyner και σε άλλα που παραπέμπουν άμεσα ή έμμεσα στην τεράστια κληρονομιά του Esjborn Svensson. Μεγάλο κατόρθωμα της μπάντας η ισορροπία που επιτυγχάνεται ανάμεσα στα τρία σολιστικά όργανα (πιάνο, σαξόφωνο και κιθάρα). Ογκόλιθος ο άρτι ολοκληρώσας επιτυχώς τη θητεία του στο μεγάλο σχολείο των Baby Trio του Κοντραφούρη ο Ποδαράς, λυρικός στο πιάνο ο Παπαδόπουλος, εκρηκτικός και συχνά παραπέμπων στον Jonathan Kreisberg ο Κότσυφας, στιβαρός ο Μάνος, πλούσια η φρασεολογία του Τσουκαλά. Προσωπικά αγαπημένα τα Regression, Insomnia, The Urchin, Esbjorn και Obsession (σχεδόν ολόκληρος ο δίσκος δηλαδή). Να σημειώσω εδώ ότι τους Μάνο και Παπαδόπουλο μπορείτε να τους ακούσετε και με το τρίο του Αλέξανδρου Κτιστάκη.   

Dimitris Kalantzis Quintet and String Orchestra of Patras - Modes and Moods (Music by Mikis Theodorakis)

Αντιγράφω τις γραμμές του Δημήτρη Καλαντζή από το εσώφυλλο του δίσκου:
Τρόποι και διαθέσεις.
Κραυγή ελευθερίας και Προσευχή, Έρωτες και Πόλεμοι.
Έτσι έχει γράψει μέσα μου ο Μίκης Θεοδωράκης.
Η μουσική του στα αυτιά μου ακούγεται βυζαντινή.
Ισοκράτες, μουσικοί τρόποι, κατανυκτική διάθεση... Coltrane...
Κανείς δεν ξέρει τελικά, αν οι προσευχές των ανθρώπων βρίσκουν παραλήπτη, 
αλλά είναι βέβαιο πως κάπου συναντώνται μεταξύ τους. 
Ο Καλαντζής φαντάζεται και σχεδιάζει αυτό το αφιέρωμα στο έργο του Θεοδωράκη εν είδει διαλόγου του έργου του με αυτό του Coltrane, καθώς και στους δύο ο πιανίστας διακρίνει κοινό τόπο στην αναζήτησή τους με το δικό τους Θείο και Υπέρτατο, και όχι άδικα. Love Supreme ο ένας, Άξιον Εστί ο άλλος. Το κουιντέτο του παραμένει το ίδιο όπως και στο αφιέρωμα στον Χατζηδάκι με τον ίδιο στο πιάνο, Πατερέλη στο άλτο σαξόφωνο, Πολυζωγόπουλο στην τρομπέτα, Κτιστάκη στα τύμπανα και Γεωργιάδη στο μπάσο. Στη θέση της Καμεράτας βρίσκεται αυτή τη φορά η Ορχήστρα Πατρών την οποία διευθύνει ο Μίλτος Λογιάδης ενώ το score για αυτή έχει γράψει ο Γιάννης Αντωνόπουλος. Τα περισσότερα εύσημα για την έμπνευση του έργου ασφαλώς και έχουν ως αποδέκτη τον Καλαντζή, αλλά επιτρέψτε μου να πιστεύω ότι αυτός που υλοποιεί ουσιαστικά τη ζεύξη που είχε στο μυαλό του ο μαέστρος, είναι ο Πατερέλης. Όντας σε μια αέναη δαιμονιώδη φόρμα, είτε ηχογραφεί είτε παίζει ζωντανά (τον άκουσα πριν περίπου ένα μήνα και χάζεψα για ακόμη μια φορά), ο Πατερέλης εκμεταλλεύεται τον άπλετο χώρο που γεναιόδωρα του παραχωρεί ο Καλαντζής και φροντίζει να συστήνει τον John στον Μίκη, τοσο τον Coltrane του Blue Train όσο και αυτόν του Africa ή του Live At Birdland. Ακούστε τον στην Όμορφη Πόλη, στο Την Πόρτα Ανοίγω Το Βράδυ  ή στο Της Αγάπης Αίματα και νομίζω θα συμφωνήσετε. Σπουδαίος ο ρόλος της ορχήστρας στα περισσότερα κομμάτια, αυτοσχεδιαστική μαγεία στα τελευταία λεπτά του Γελαστού Παιδιού από τους Καλαντζή, Πολυζωγόπουλο, Κτιστάκη και Γεωργιάδη, hardbop όργια από τους πνευστούς και το πιάνο στο Του Μικρού Βοριά. Από τα καλύτερα φινάλε δίσκου η Άρνηση, με το λιτό παίξιμο του Καλαντζή και την τρομπέτα του Πολυζωγόπουλου να σου απαγγέλλει Σεφέρη.

Στο περιγιάλι το κρυφό,
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.    

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της
Ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή .

Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Τι την έκανε τη μπάλα ο Θεός;

Από μικρός είχα μια ευκολία να προδίδω χωρίς ιδιαίτερες τύψεις τα λάβαρα και τις σημαίες. Ήμουν από αυτούς που υποστήριζα άλλη ομάδα στο ποδόσφαιρο, άλλη ομάδα στο μπάσκετ. Μη σου πω και άλλη ομάδα στο βόλεϋ, όταν στην Ορεστιάδα έπαιζε ο μακαρίτης ο Νίκος Σαμαράς, τότε που η Θράκη φάνταζε για μένα πιο μακριά και από τις νήσους Πάσχα, τότε που ούτε που φανταζόμουν ότι μετά από χρόνια θα πίνω φραπέδες στην κεντρική πλατεία της πόλης προάγοντας τον λεγόμενο στρατιωτικό τουρισμό. Έτσι λοιπόν, υποστήριζα Ολυμπιακό στη μπάλα και Παοκ στο μπάσκετ. Συγχωρήστε με αγαπητοί φανατικοί, αλλά από τον αγαθό γίγαντα Καμπούρη και τον Παπαδάκο, προτιμούσα τον Μπάνε, τον Μπάρλοου και τον ιπτάμενο Κλιφ Λίβινγκστον. Υποστήριζα τον Πάοκ εν γνώσει μου ότι τα κατορθώματα του αιώνιου αντιπάλου Άρεως θα ήταν αξεπέραστα. Ίσως ενδόμυχα υποστήριζα τον Πάοκ επειδή τον Άρη τον αποκαλούσαν αυτοκράτορα. Δεν ήμουν ο μόνος προδότης στη γειτονιά, μου έρχονται στο μυαλό τουλάχιστον αλλοι τρεις αδερφικοί φίλοι που έκαναν το ίδιο γούστο, με διαφορετικούς ίσως συνδυασμούς ομάδων. Υπήρχε και χειρότερος, που άλλαζε ομάδα κάθε δυο-τρία χρόνια μέχρι να καταλήξει στην Άεκ. Ποτέ κανείς μας δεν υπήρξε αντικείμενο χλευασμού. Ίσως σε αυτό να βοήθησε η ανεξιθρησκία της υπέροχης παιδικής γειτονιάς μου. "Κώστα, ο Σάκης από σήμερα παύει να είναι Πανιώνιος". "Και τι θα γίνει"; "Άεκ, λέει". "Α, οκέη". Κάπως έτσι και τόσο απλά. Και παίζαμε, και χτυπιόμασταν, και νύχια ξεκόλλησαν στις πέτρες, και δόντια έσπασαν στα τουράκια, και αρπαζόμασταν για λίγο, και βολτάραμε με τα μπιεμεξ ποδήλατα, και ξυπνούσαμε με βαριά καρδιά να πούμε τα κάλαντα αποκλειστικά και μόνο για την κονόμα, άλλοι έφτιαχναν σπαθιά, άλλοι αυτοανακηρύσσονταν Ά Μέγας Βασιλιάς, Β' Μέγας Βασιλιάς και πάει λέγοντας μέχρι να μείνουν όλοι ικανοποιημένοι. Και γίνονταν όλα αυτά στο δρόμο. Το πόσο λίγο ήμουν σπίτι μου εκείνα τα χρόνια το διαπίστωσα πολύ αργότερα, τότε που σε παρέες όλοι μνημόνευαν την τάδε ή δείνα τηλεοπτική σειρά της κρατικής κι εγώ δεν ήξερα τη μαύρη τύφλα μου. Εντάξει, ήξερα ότι υπάρχει μια χώρα που την έλεγαν Φρουτοπία όπου έμενε ο Αιμίλιος το Μήλο, αλλά ως εκεί. Μάλλον όταν προβαλλόταν, έπαιζα ποδόσφαιρο με σπόντες -ντόπια αποκλειστικότητα- στον τάφο του Λεωνίδα. Ήξερα ότι ο Φιόγκος ήταν φα δίεση και ο Ρούχλας ήταν λα, αλλά για το πού τραγουδούσε ο Σεβαστιανός δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Μάλλον θα έπαιζα μπάσκετ στο αυτοσχέδιο Μέλαθρο της αυλής του Ψηλού. Έπαιξα μπάσκετ και σε ασφάλτινα γήπεδα, και σε παρκέ, και σε ανοιχτά και σε κλειστά -ή ημίκλειστα αν αναλογιστεί κανείς το πόσο έσταζαν όταν έπιαναν οι μπόρες στη Λακεδαίμονα. Σαν του Ψηλού πουθενά και ο λόγος ήταν τελικά απλός. Γιατί παίζαμε το παιχνίδι που μας άρεσε, όπως θέλαμε εμείς. Σε ελεύθερη διασκευή που λένε και οι καλλιτέχνες. Ένα στεφάνι υπερβολικά χαμηλό για να καρφώνουν όλοι ή σχεδόν όλοι. Με ασαφή τα όρια του γηπέδου και την μπάλα να παίζει ακόμη και πίσω στον χορταριασμένο ακάλυπτο. Μπορούσες να σουτάρεις από όπου τράβαγε η ψυχή σου, ακόμη και πάνω από τη σιδερένια σκάλα. Δεν σφυρίζονταν σχεδόν ποτέ βήματα για όσους ήταν επιρρεπείς. Το παιχνίδι πρώτα, οι κανόνες ύστερα. Σε αυτό το μυθικό τερέν και σε όλα τα γήπεδα που βρέθηκα με φίλους για να παίξω μπάσκετ, όλοι μας δοκιμάζαμε από κάτι περίτεχνο. Τη σταυρωτή-και-αμέσως-πίσω-από-την-πλάτη ντρίμπλα του Ντράζεν. Την αλλού-κοιτάω-αλλού-τη-δίνω πάσα του Μάτζικ. Τα ραβερσέ του Τζαμπάρ. Το κάρφωμα με ανοιχτά τα πόδια του Τζόρνταν, όταν ήταν χαμηλή η μπασκέτα. Το αστείο στυλ του Τζον Κόρφα. Δε θυμάμαι, όμως, ποτέ και κανέναν να δοκίμασε να κάνει κάποιο από τα κόλπα του Γκάλη. Όλοι τον ήξεραν και αντιμετώπιζαν με δέος αλλά κανείς δεν τολμούσε να τον μιμηθεί. Πάλι μετά από καιρό, προσπάθησα να δώσω μια ερμηνεία και κατέληξα στο ότι το μεγαλείο του Γκάλη δεν μπορούσε να αναπαραχθεί χωρίς το μοναδικό φονικό του βλέμμα και χωρίς αντιπάλους απέναντί του. Όπως το τάνγκο θέλει δύο, όπως ο γκάνγκστερ ζει και αναπνέει μόνο όταν υπάρχουν μπάτσοι ή αντίπαλες συμμορίες, έτσι και ο Γκάλης ήθελε αντίπαλο, έναν ή πολλούς. Κάθε σπάσιμο της μέσης, κάθε ντρίμπλα που άφηνε τον αντίπαλο να χαζεύει την τριχωτή του πλάτη, είχαν χάρη όταν γίνονταν μόνο από τον Γκάλη. Τι γούστο θα είχε να επιχειρήσει κανείς το τριπλό σπάσιμο στον αέρα όταν θα έλειπαν οι Τσατσένκο και Βολκόφ; Πόση ομορφιά μένει σε μια προσποίησή του όταν δεν αφήνει αποσβωλομένο τον Κούκοτς; Δυο μέρες τώρα χαζεύω αποσπάσματα από την εκδήλωση που έγινε προς τιμή του και βουρκώνω. Ξέρεις γιατί; Γιατί όταν ήρθε ο Γκάλης στην Ελλάδα, έμοιαζε με το να παίρνεις έναν λευκό καρχαρία και να τον πετάς σε ένα ενυδρείο για μαρίδες. Οι δύο πιο πιθανές λύσεις στο πρόβλημα θα ήταν είτε ο καρχαρίας να πεθάνει ασφυκτιώντας, είτε να καταλάβει κανείς έγκαιρα το λάθος και να τον γυρίσει στον ωκεανό. Ο Γκάλης επιφύλλασε για τον ελληνικό αθλητισμό την πλέον σουρρεαλιστική λύση. Να μεγεθύνει μόνος του το ενυδρείο και να πάρει από το χεράκι τις μαρίδες και να τις κάνει πιράνχας. Κια ξέρεις επίσης για τι άλλο; Γιατί, αν και θα μπορούσε να είναι κορυφαίος παίζοντας στις μισές στροφές, προτίμησε σεβόμενος πρώτα απ' όλα τον εαυτό του, να έχει το υψηλότερο κίνητρο μέχρι την τελευταία στιγμή. Για αυτό και για μένα είναι ο κορυφαίος Έλληνας αθλητής όλων των εποχών. Οι άλλοι ας συμβιβαστούν με τον Κεντέρη και την ντριμ τημ της άρσης βαρών.

 

Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

Το δυτικό δωμάτιο

Πάλι καλά που υπάρχουν φίλοι όπως ο Μιχάλης να μου θυμίζει τις ξεχασμένες μου υποσχέσεις, αυτές που δεν έδωσα μεν σε άλλους ωστε να εκτεθώ δημοσίως, αλλά καμιά φορά το να απογοητεύεις τον εαυτό σου με την ασυνέπειά σου είναι ακόμη χειρότερο από την απαξία στα βλέμματα των γύρω. Διαβάζοντας την πρόσφατη ανάρτησή του σχετικά με τον Δημήτρη Πετσετίδη και το έργο του, θυμήθηκα ότι, όταν τελείωσα την ανάγνωση του τελευταίου του διηγήματος με τίτλο Εν οίκω, είχα βάλει σκοπό να γράψω σχετικά με αυτό. Δίστασα όταν αντιλήφθηκα ότι δεν έχω ιδέα από τη φόρμα του διηγήματος καθώς τα μόνα διηγήματα που έχω διαβάσει είναι τα δικά του και η όποια κριτική μου θα περιοριζόταν σε διθυράμβους καθοδηγούμενους σε σημαντικό βαθμό και από την ιδιαίτερη συμπάθεια που τρέφω στο πρόσωπο του μαθηματικού-λογοτέχνη-σκιτσογράφου Πετσετίδη. Η βασική ιδέα, όμως, που διατρέχει όλο το βιβλίο και αφορά χαρούμενες ή λυπηρές ιστορίες ανθρώπων που διαδραματίζονται σε λογής λογής δωμάτια, με ώθησε να θυμηθώ και να γράψω για το δωμάτιο που σημάδεψε τη δική μου ζωή, για το δωμάτιο που νιώθω πιο οικεία από κάθε άλλο, για το δικό μου δωμάτιο, το οποίο -όσα σπίτια κι αν άλλαξα στην τσιμεντούπολη- συνεχίζει να βρίσκεται στη Σπάρτη.
Μέγεθος και χρώμα. Το δωμάτιο μου είναι το μικρότερο του διαμερίσματος του τετάρτου ορόφου. Ο αδερφός Νικολάκης πήρε το μεγαλύτερο και απ' όσα αμυδρά θυμάμαι, αυτή η διανομή έγινε σχετικά αναίμακτα, κάτι το οποίο δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι συνέβη σε άλλες μεταξύ μας διενέξεις. Οι τοίχοι του έχουν χρώμα φυστικί, το διάλεξε η μαμά μου και ακόμη το υποστηρίζει πιο φανατικά και από Φρουρό της Επανάστασης του Αγιατολάχ στο Ιράν, στα περιοδικά βαψίματα του σπιτιού δε, το μόνο που τίθεται προς συζήτηση είναι ο τόνος του φιστικί χρώματος και μόνο. Περιττό να αναφέρω ότι το σκηνικό ολοκληρώνεται με ασορτί κουρτίνα με νεωτερικό μοτίβο σχεδίων, έτσι για να μη μας πούνε και μονόχνωτους. Θέλοντας και μη, συμπάθησα χρώμα και κουρτίνες σε σημείο τέτοιο που να έχω παραιτηθεί από όποια προσπάθεια αλλαγής της παγιωθείσης καταστάσεως, παρά τις τεράστιες πρακτικές δυσκολίες που συναντούσα όταν αναρτούσα αφίσες από συγκροτήματα ή το ιστορικό κολάζ μου -μπορείτε να φανταστείτε χειρότερο μπακ γκράουντ για το πρίσμα από το εξώφυλλο του Dark Side On The Moon ή για τον εκστασιασμένο ημίγυμνο Robert Plant από έναν φυστικί τοίχο;
Το περιεχόμενο. Ένα χαντ μέηντ κρεβάτι από οικογενειακό μας φίλο ξυλουργό, φτιαγμένο κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, ούτε ψηλό ούτε χαμηλό -μάλλον χαμηλό αφού ο σκύλος ανέβαινε χωρίς δυσκολία εκμεταλλευόμενος την απουσία αντιστάσεων εκ μέρους μου και κουλουριαζόταν στα πόδια μου όταν απολάμβανα τη μεσημεριανή μου ραστώνη. Οφείλω να αναγνωρίσω την ενόρασή του μάστορα όσο αφορά τις προοπτικές του ύψους μου, ούτε η κάσα δε θα μου ταιριάζει τόσο. Η πρώτη μου κλασσική κιθάρα γυμνή από χορδές. Ένα μπουζούκι της κακιάς ώρας που μου χάρισε ένας πολύ καλός φίλος. Μια βιβλιοθήκη με βιβλία του Ιουλίου Βερν και διάφορους τόμους πολιτικής οικονομίας και πολιτικά περιοδικά της ομογένειας που κουβάλησε σε μπαούλα ο πατέρας μου από τα ξένα, μια γοητευτική φωτογραφία του ιδίου να εκφωνεί πύρινους λόγους σε -παίρνω όρκο- σχετικά ολιγάριθμο ακροατήριο, ένα κουρδιστό παιχνίδι-τανκ που μου έκαναν δώρο εν είδει καζούρας πριν μπω φαντάρος, ένας ξεχαρβαλωμένος καλόγερος, ράφια με κασέτες αρχικά και σι ντι αργότερα. Τι ωραίες που ήταν οι κασέτες! Να αντιγράφεις τους τίτλους των τραγουδιών, να επιστρατεύεις το πολύ ή λίγο ταλέντο σου για να ζωγραφίσεις το λογότυπο του συγκροτήματος, να κοτσάρεις κάπου και την ημερομηνία που έγινε κτήμα σου. Μέχρι πριν κάμποσα χρόνια, σε ένα από τα ράφια δέσποζε ένα χοντροκομμένο φορητό ηχοσύστημα της Σόνυ πριν καταλήξει στο σπίτι της θείας μου και τροποποιηθεί το ρεπερτόριό του σε πιο εκκλησιαστικά ακούσματα.     
Το παράθυρο. Το δωμάτιό μου δεν έχει μπαλκόνι αλλά έχει παράθυρο. Ένα και καλό. Κοιτάζει προς τα δυτικά και σε ολόκληρο τον ορίζοντά του δεσπόζει ο Ταϋγετος. Από την περίφημη πυραμίδα στα νότια έως την καστροπολιτεία του Μυστρά στα βόρεια, το σκηνικό είναι αυτό και δεν αλλάζει. Υψώθηκαν πολυκατοικίες -ευτυχώς όχι τόσο ψηλές ώστε να μου στερήσουν τη θέα, φύτρωσαν κεραίες και φωτοβολταϊκά-ευτυχώς όχι τόσο άσχημα ώστε να μου αποσπάσουν την προσοχή. Συνεχίζω όταν ανοίγω ή κλείνω τις κουρτίνες να στέκω με δέος. Είτε όταν φυσάει νοτιάς και οι διαθλάσεις του φωτός από τη σκόνη σχηματίζει στα μάτια μου ιμπρεσιονιστικά τοπία, είτε όταν φυσάει βοριάς και η ατμόσφαιρα είναι τόσο καθαρή ώστε να διακρίνω το πιο στενό μονοπάτι, την πιο απόκρημνη πλαγιά, το τελευταίο δέντρο πριν την ερημωμένη κορυφογραμμή, το δέος είναι ίδιο. Με θυμάμαι να περιμένω τα πρώτα χιόνια το χειμώνα και το λιώσιμό τους την άνοιξη. Προσπαθώ να ξεχνάω τη στεναχώρια μου όταν αυτά έλιωναν πρόωρα.
Ο ήλιος θα δύει για πάντα βιαστικά και θα νυχτώνει γρήγορα στην κοιλάδα. Θα τον καταπίνει λαίμαργα το βουνό.