Μόνο για την ελληνική τζαζ πρέπει να έχει ξεκινήσει ευοίωνα το έτος. Και πώς να είναι διαφορετικά όταν πλέον οι ζωντανές εμφανίσεις σπουδαίων σχημάτων υποστηρίζονται και από δισκογραφικές κυκλοφορίες που σέβονται τόσο τους καλλιτέχνες όσο και το ακροατήριο. Ακολουθούν τρεις από αυτές, χωρίς σε καμιά περίπτωση να είναι και οι μοναδικές, αφού υπάρχουν κι άλλες, όπως για παράδειγμα αυτή του Χάρη Λαμπράκη, που έχω στο πρόγραμμα να ακούσω κάποια στιγμή. Το ότι δύο από τους δίσκους που ακολουθούν είναι βασισμένοι σε διασκευές μουσικών που δεν ανήκαν στη τζαζ, ουδόλως μειώνει την αξία τους από τη στιγμή που υπηρετείται στο έπακρο το βασικό πρόσταγμα του είδους που δεν είναι άλλο από τον αυτοσχεδιασμό. Καλή απόλαυση!
Andreas Polyzogopoulos - Heart Of The Sun (The Music Of Pink Floyd)
Πριν ξεκινήσω να γράφω για τον δίσκο του Πολυζωγόπουλου, έκανα μια επίσκεψη στο site του για να διαπιστώσω ξανά ότι όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, τον Ανδρέα θα βρεις από κάτω να παίζει την τρομπέτα του, είτε σε δίσκους καλλιτεχνών εγνωσμένης αξίας (όπως το εξαιρετικό Global Vision του Τρανταλίδη, το Στην Κοιλιά του Κήτους των Mode Plagal ή στα άλμπουμ του Θανάση Παπακωνσταντίνου) είτε σε αυτούς νεότερων καλλιτεχνών (όπως το πολύ καλό Black Mamba του φλαουτίστα Λεωνίδα Σαραντόπουλου, το οποίο διατίθεται εδώ). Το Heart Of The Sun είναι για τον Πολυζωγόπουλο η δεύτερη προσωπική δισκογραφική δουλειά αν κανείς συνυπολογίσει και τον δίσκο των Poly Quartet, ένα είδος τάματος, όπως ο ίδιος γράφει στο εσώφυλλο του δίσκου, απέναντι στο αγαπημένο του συγκρότημα και τη ροκ πλευρά του εαυτού του. Συνεπικουρούμενος από τους Κωστή Χριστοδούλου στα πολλών ειδών πλήκτρα, Βασίλη Στεφανόπουλο στο μπάσο και Srdjan Ivanovic στα τύμπανα, ο Πολυζωγόπουλος διαλέγει τραγούδια που αποτέλεσαν ορόσημο για τους Floyd, όλα γνωστά στους περισσότερους ίσως πλην του ψυχεδελικού ύμνου της πρώιμης περιόδου τους, το Set The Controls For The Heart Of The Sun. Ο Πολυζωγόπουλος διαλέγει να σεβαστεί σχεδόν μέχρι κεραίας τις βασικές μελωδίες κάθε τραγουδιού, τις οποίες εκτελεί κατά κανόνα ο ίδιος με τον ήχο της τρομπέτας συχνά παραμορφωμένο από ποικίλα εντυπωσιακά εφέ, πάνω σε ένα χαλί που του στρώνουν οι υπόλοιποι και χαρακτηρίζεται από το αρραγές ρυθμικό μέρος των Στεφανόπουλου και Ivanovic, με τον τελευταίο να επιφυλλάσσει ορισμένα εξαιρετικά παιξίματα στα Time, Have A Cigar, Another Brick In The Wall και Money και τον Χριστοδούλου να απλώνει τα ηχητικά του πλοκάμια σχεδόν σε κάθε δευτερόλεπτο του δίσκου, είτε επιλέγοντας να απογειώσει με το Rhodes το riff του Have A Cigar, είτε αποδίδοντας φόρο τιμής με τα αναλογικά εφέ του στην ψυχεδελική πλευρά του συγκροτήματος, την οποία -εγγυημένα σας το γράφω- γνωρίζει όσο λίγοι. Μεγάλα solo για τον τρομπετίστα στα One Of My Turns, Set The Controls, Another Brick In The Wall και όρισμένα ερωτήματα να πλανώνται φευγαλέα στο κεφάλι μου. Μήπως σε ορισμένα σημεία ο Πολυζωγόπουλος έδειξε υπερβολικό σεβασμό στο έργο των Pink Floyd; Μήπως μας έπαιρνε και για κάποια άλλα, λιγότερα προβεβλημένα, τραγούδια; Ερωτήματα όμως που θα μείνουν τέτοια και που δεν αλλοιώνουν στο ελάχιστο την ουσία, ότι δηλαδή πρόκειται για ένα σπουδαίο δίσκο.
The Next Step Quintet
Δεν ξέρω σε ποια κατάσταση βρίσκεται η Μουσική Ακαδημία της Κέρκυρας, δεδομένης της πλουσιοπάροχης υποστήριξης της κυβέρνησης στα ακαδημαϊκά ιδρύματα, αλλά ξέρω τούτο. Μπορεί να αισθάνεται περήφανη που τέσσερις μαθητές της αποτελούν την ψυχή αυτού του σχήματος. Μάνος, Ποδαράς, Κότσιφας και Παπαδόπουλος σε μπάσο, τύμπανα, κιθάρα και πιάνο βρήκαν κι έδεσαν με τον Τσουκαλά στο σαξόφωνο και ιδού το πρώτο τους δισκογραφικό πόνημα, το οποίο περιλαμβάνει εννέα συνθέσεις με επιρροές που ποικίλλουν ανάμεσα σε θέματα που φέρνουν στο μυαλό τον McCoy Tyner και σε άλλα που παραπέμπουν άμεσα ή έμμεσα στην τεράστια κληρονομιά του Esjborn Svensson. Μεγάλο κατόρθωμα της μπάντας η ισορροπία που επιτυγχάνεται ανάμεσα στα τρία σολιστικά όργανα (πιάνο, σαξόφωνο και κιθάρα). Ογκόλιθος ο άρτι ολοκληρώσας επιτυχώς τη θητεία του στο μεγάλο σχολείο των Baby Trio του Κοντραφούρη ο Ποδαράς, λυρικός στο πιάνο ο Παπαδόπουλος, εκρηκτικός και συχνά παραπέμπων στον Jonathan Kreisberg ο Κότσυφας, στιβαρός ο Μάνος, πλούσια η φρασεολογία του Τσουκαλά. Προσωπικά αγαπημένα τα Regression, Insomnia, The Urchin, Esbjorn και Obsession (σχεδόν ολόκληρος ο δίσκος δηλαδή). Να σημειώσω εδώ ότι τους Μάνο και Παπαδόπουλο μπορείτε να τους ακούσετε και με το τρίο του Αλέξανδρου Κτιστάκη.
Dimitris Kalantzis Quintet and String Orchestra of Patras - Modes and Moods (Music by Mikis Theodorakis)
Αντιγράφω τις γραμμές του Δημήτρη Καλαντζή από το εσώφυλλο του δίσκου:
Κραυγή ελευθερίας και Προσευχή, Έρωτες και Πόλεμοι.
Έτσι έχει γράψει μέσα μου ο Μίκης Θεοδωράκης.
Η μουσική του στα αυτιά μου ακούγεται βυζαντινή.
Ισοκράτες, μουσικοί τρόποι, κατανυκτική διάθεση... Coltrane...
Κανείς δεν ξέρει τελικά, αν οι προσευχές των ανθρώπων βρίσκουν παραλήπτη,
αλλά είναι βέβαιο πως κάπου συναντώνται μεταξύ τους.
Ο Καλαντζής φαντάζεται και σχεδιάζει αυτό το αφιέρωμα στο έργο του Θεοδωράκη εν είδει διαλόγου του έργου του με αυτό του Coltrane, καθώς και στους δύο ο πιανίστας διακρίνει κοινό τόπο στην αναζήτησή τους με το δικό τους Θείο και Υπέρτατο, και όχι άδικα. Love Supreme ο ένας, Άξιον Εστί ο άλλος. Το κουιντέτο του παραμένει το ίδιο όπως και στο αφιέρωμα στον Χατζηδάκι με τον ίδιο στο πιάνο, Πατερέλη στο άλτο σαξόφωνο, Πολυζωγόπουλο στην τρομπέτα, Κτιστάκη στα τύμπανα και Γεωργιάδη στο μπάσο. Στη θέση της Καμεράτας βρίσκεται αυτή τη φορά η Ορχήστρα Πατρών την οποία διευθύνει ο Μίλτος Λογιάδης ενώ το score για αυτή έχει γράψει ο Γιάννης Αντωνόπουλος. Τα περισσότερα εύσημα για την έμπνευση του έργου ασφαλώς και έχουν ως αποδέκτη τον Καλαντζή, αλλά επιτρέψτε μου να πιστεύω ότι αυτός που υλοποιεί ουσιαστικά τη ζεύξη που είχε στο μυαλό του ο μαέστρος, είναι ο Πατερέλης. Όντας σε μια αέναη δαιμονιώδη φόρμα, είτε ηχογραφεί είτε παίζει ζωντανά (τον άκουσα πριν περίπου ένα μήνα και χάζεψα για ακόμη μια φορά), ο Πατερέλης εκμεταλλεύεται τον άπλετο χώρο που γεναιόδωρα του παραχωρεί ο Καλαντζής και φροντίζει να συστήνει τον John στον Μίκη, τοσο τον Coltrane του Blue Train όσο και αυτόν του Africa ή του Live At Birdland. Ακούστε τον στην Όμορφη Πόλη, στο Την Πόρτα Ανοίγω Το Βράδυ ή στο Της Αγάπης Αίματα και νομίζω θα συμφωνήσετε. Σπουδαίος ο ρόλος της ορχήστρας στα περισσότερα κομμάτια, αυτοσχεδιαστική μαγεία στα τελευταία λεπτά του Γελαστού Παιδιού από τους Καλαντζή, Πολυζωγόπουλο, Κτιστάκη και Γεωργιάδη, hardbop όργια από τους πνευστούς και το πιάνο στο Του Μικρού Βοριά. Από τα καλύτερα φινάλε δίσκου η Άρνηση, με το λιτό παίξιμο του Καλαντζή και την τρομπέτα του Πολυζωγόπουλου να σου απαγγέλλει Σεφέρη.
Στο περιγιάλι το κρυφό,
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της
Ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή .
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
γράψαμε τ’ όνομά της
Ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή .
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.