Ακόμα μεθυσμένος από αυτό που είδα και άκουσα την Παρασκευή στο Μέγαρο Μουσικής, βλέπω εδώ και δυο-τρεις μέρες στον ύπνο και στον ξύπνιο μου εικόνες ανυπέρβλητης και ανεκτίμητης συναισθηματικής αξίας προερχόμενες από τα μικράτα μου κιόλας. Το Μάκη να μου μαθαίνει το Stairway to Heaven στο μάθημα της κλασσικής κιθάρας και να επιμένει ότι "αν παίξεις αυτό το μπάσο ρε αντί για φα δίεση ακούγεται καλύτερα από τον Page". Ακόμα έτσι το παίζω. Την καλή μου τη μαμά να γυρνάει από την Αθήνα, όπου ανάμεσα στις άλλες υποχρεώσεις της, ήταν και να μου φέρει την παραγγελιά από το κραταιό τότε Μετρόπολις. Πολλή η γκρίνια που την έστειλα στον όροφο με τους μαυροφορεμένους αλλά η αποστολή εξετελέσθη και από το πρώτο κιόλας δρομολόγιό της κρατουσα στα χέρια μου ένα διπλό πορτοκαλί σιντι που έφερε τον τίτλο Remasters. Ένα καλοφτιαγμένο -νομίζω- κολάζ σε μαύρο χαρτόνι, όπου ασυναίσθητα ή μη στο κέντρο του δέσποζε ο Plant από τη συναυλία του The Song Remains the Same. Ένα κακοφτιαγμένο -είμαι σίγουρος- logo του συγκροτήματος πάνω στο θρανίο. Μια αφίσα τους ίσως στο υπνοδωμάτιό μου, ίσως στο υπνοδωμάτιο καποιου κολλητού, ίσως στο πρόχειρο στούντιο στο γειτονικό υπόγειο. Την ανατριχίλα που συνόδευσε την ανακάλυψή μου ότι υπήρχε ζωή και μετά το Physical Graffiti, όταν άκουσα το Achilles Last Stand, το Nobodys Fault But Mine και το Tea for One από το Presence. Την έκφρασή μου, συνδυασμό απορίας και λύπης, όταν αναρωτιόμουν πώς γίνεται ένας γίγαντας σαν τον Bonzo να πνίγηκε στον εμετό του.
Με αφορμή λοιπόν αυτή την αναμόχλευση αναμνήσεων και παθών, βυθίστηκα το τελευταίο διήμερο στην ανάγνωση συνεντεύξεων των ηρώων μου και ειδικά της ατμομηχανής του συγκροτήματος, του κυρίου Jimmy Page. Ξεχώρισα δύο από τις πάμπολλες που έχει δώσει στην πορεία όλων αυτών των ετών. Η πρώτη δόθηκε στο Guitar World το 1993 και αφορά καθαρά και ίσως εξειδικευμένα το μουσικό χαρακτήρα του ίδιου και των Zep. Μιλά για τις κιθάρες του, τις τεχνικές παιξίματος αλλά και τις πρωτοποριακές τεχνικές ηχογράφησης που χρησιμοποίησε για να αιχμαλωτίσει τον ήχο του δαίμονα John Bohnam, για τις επιρροές του αλλά και για το πόσο έχει μετανιώσει που δεν μπόρεσε να δει ζωντανά τον συνονόματό του Hendrix. Η δεύτερη συνέντευξη, η οποία προηγείται χρονικά της πρώτης κατά δεκαοχτώ χρόνια, είναι αυτή που πήρε από τον Page ο τεράστιος William Burroughs και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Crawdaddy τον Ιούνιο του 1975. Εκεί ο εκ των ηγετών του beat κινήματος παραθέτει ένα συναρπαστικό κείμενο με το οποίο στην ουσία συνοψίζει τη συνέντευξη στην οποία συζητήθηκε η μαγεία, η σχέση μουσικού και κοινού, οι μεταφυσικές ιδιότητες της μουσικής, το Μαρόκο, ο πύργος του Crawley και άλλα τέτοια παλαβά. Διαλέγετε και παίρνετε.Αν δεν διαλέξετε καμία, τότε βάλτε στο στερεοφωνικό σας το No Quarter και δεν θα χάσετε.