Κάθομαι έμπροσθεν του νέτμπουκ μάρκας Έησερ, ορισμό της χρυσής μετριότητας. Βάζω κρύο νερό από κανάτα ΙΚΕΑ σε ποτήρι ΙΚΕΑ, πίνω να ξεδιψάσω και το ακουμπάω σε τραπέζι ΙΚΕΑ. Βάζω δίσκο στο πικάπ που ακουμπάει πάνω σε σκρίνιο ΙΚΕΑ, σκέφτομαι ότι τελικά κατέληξα να περιτρυγιρίζομαι από σαφώς περισσότερη σουηδική φτήνια απ' όση είχα κάποτε υποσχεθεί στον εαυτό μου. Αναθεωρώ τάχιστα κάνοντας το σταυρό μου για αυτά που έχω και οι άλλοι δεν έχουν. Διαβάζω τα καθέκαστα από τη Λακεδαίμονα. Δύο Μολαϊτες
έσπασαν στο ξύλο έναν ογδοντάχρονο Ολλανδό, μόνιμο κάτοικο Μονεμβασιάς, επειδή τον πέρασαν -λέει- για Γερμανό. Tre bien. Ο φερόμενος ως δολοφόνος ενός Ρουμάνου στη Σπάρτη
γίνεται δεκτός στα δικαστήρια με τιμές ήρωα. Μέθυσοι τραμπούκοι καβάλα σε τρακτέρ ρίχνουν τα τείχη και καταλύουν κάθε έννοια δικαιοσύνης για να τον υποδεχτούν. Αλάλάζοντα κύμβαλα χτυπούν για αυτόν που επιτέλους πήρε το νόμο στα χέρια του, από τη στιγμή που οι μπάτσοι ανεπαρκούν. Ο όχλος εξεγείρεται όταν ο Τσακ Νόρις από το Καράσπαϊ ή Λευκόχωμα προφυλακίζεται. Ο ζόφος αποτυπώνεται περίτρανα σε "δημοσκόπηση" του μεγάλου ειδησεογραφικού portal makeleio.gr σύμφωνα με την οποία το
90% των πολιτών διαφωνεί με την προφυλάκιση και το οδυνηρό στην όλη κατάσταση είναι ότι αυτή είναι η πραγματικότητα. Το μέσο που αναπαράγει την "είδηση" τη διανθίζει και με τα ακόλουθα σχόλια: "
Πρόκειται για ένα δυσάρεστο και μοιραίο γεγονός με πρωταγωνιστή έναν
επιχειρηματία ο οποίος στην προσπάθειά του να διαφυλάξει την περιουσία
του από σεσημασμένο εγκληματία τον πυροβόλησε θανάσιμα". Και κλείνει ως εξής:
"Η συγκεκριμένη ψηφοφορία είναι «παρέμβαση» στα νομικά και αστυνομικά
πράγματα γιατί μεταφέρει ανάγλυφα μια κοινωνική πραγματικότητα, την
οποία ποτέ δεν πρέπει να αγνοεί αυτός που αποδίδει δικαιοσύνη αλλά και
αυτός που νομοθετεί το δίκαιο". Εκπλήσσομαι; Όχι μωρέ. Είμαι σίγουρος ότι αν κοιτάξω καλύτερα τις φωτογραφίες, όλο και κάποιο συμμαθητή μου θα δω. Εδώ στις γιορτές του Πολυτεχνείου ή μας γιουχάρανε όσους τολμούσαμε να παίξουμε μουσικούλα ή δεχόμασταν σαμποτάζ εκ των έσω, γιατί πώς αλλιώς θα χαρακτήριζες εσύ το γεγονός κατά την ανάγνωση των ονομάτων των θυμάτων, ο πληκτράς σου να βάζει στο συνθεσάηζερ ήχο εκκλησιαστικού οργάνου και να παίζει ρέκβιεμ για μουσική υπόκρουση; Ο Λάκος των Δαιμόνων ήταν ανέκαθεν βάλτος φασιζόντων. Καμάρι για την πυραμίδα στον Ταΰγετο, βασιλιάς Λεωνίδας, μέλανας ζωμός, φαιοί χιτώνες, μαγκιά, κλανιά και εξάτμιση. Αρχαίο κλέος και ύστερα κλαίνε. Και σε ρωτάω εγώ τώρα. Ξεκινάς να φύγεις από το χωριό σου στη Σομαλία, όμορφη σαν τη Νεφερτίτη. Περπατάς ασταμάτητα στο λιοπύρι, σε χτυπάει ρεύμα ανάμεσα στα σκέλια από την ακρωτηριασμένη από το μάγο της φυλής κλειτορίδα σου, κατουριέσαι πάνω σου -καταραμένη ακράτεια, σε βιάζουν μαστροποί όπως σε βίαζαν και στο χωριό σου, κάνεις σλάλομ ανάμεσα από νάρκες στον Έβρο, θαλασσοπνίγεσαι όταν ο σωματέμπορος σε πέταξε από το σαπιοκάραβο μέσα στη φουρτούνα έξω από τη Χίο, χόρεψες πάνω στο φτερό του καρχαρία που λέει και κάποιος ποιητής, πόδια πρησμένα, φουντώνει η φυματίωση, σε λιώνουν οι πυρετοί, φτάνεις στην Αθήνα. Υπάρχει κι άλλος δρόμος. Ήσουν φυσικός, δάσκαλος ή πρώτο βιολί στη συμφωνική ορχήστρα της πόλης σου. Έπαιζες τόσο ωραία, είχες ένα γλυκό βιμπράτο που το ζήλευαν όλοι οι συνάδελφοί σου. Έχασες γονείς, αδέρφια, φίλους που τους βρήκαν με τo κεφάλι μέσα σε νάυλον σακούλες με κόλλα, άφησες το βιολί κλειδωμένο γιατί δε σε άφησαν να το πάρεις μαζί σου, πλήρωσες το μαστροπό, ταξίδεψες σε φορτηγά και σε ψυγεία μουρμουρίζοντας Σοπέν για να μείνεις ζωντανή, σε λιώσανε στο ξύλο όταν πήγες να αλλάξεις γνώμη, σε πουλήσανε σαν σφαχτό στην κρεαταγορά, πόδια πρησμένα, φουντώνει η φυματίωση, σε λιώνουν οι πυρετοί, φτάνεις στην Αθήνα. Σας σπιτώνουν σε φτηνά μπουρδέλα, όπου σας γαμούν ξαναμμένοι φαντάροι καταδρομείς και λοιποί ευυπόληπτοι πολίτες. Σε φωνάζει η τσατσά και σου λέει να ξεχάσεις την καπότα γιατί ο πελάτης πληρώνει παραπάνω. Την "ξεχνάς" λοιπόν κι εσύ γιατί σε όλα τα μέρη του κόσμου ο πελάτης έχει παντα δίκιο. Κάποια στιγμή σε μπαγλαρώνουν και σε βαφτίζουν απειλή για την ελληνική κοινωνία. Μένεις και αναρωτιέσαι βλέποντας τη φάτσα σου κρεμασμένη με μανταλάκι στα περίπτερα
ποιον απείλησες, σε ποιον έκανες κακό, ποιον έβλαψες. Αλλά εσύ δεν ξέρεις. Ο Λοβέρδος, ο Χρυσοχοϊδης και οι Σπαρτιάτες ξέρουν. Τόσος κόπος για να αφήσεις πίσω τη σκυλίσια ζωή και να ζήσεις σαν άνθρωπος και τελικά την πάτησες από τους Έλληνες. Άδικος κόσμος.